Το Σύνταγμα της Ελλάδος του 1975-Το άρθρο 3 παραγ. 1

9 Οκτωβρίου 2020

Η Ελληνική Πολιτεία ορίζει νομοθετικά την ταυτότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και τον τρόπο διοικήσεώς της, ο οποίος απορρέει από μια σειρά συνταγματικών ρυθμίσεων, όπως αυτές ρητά υπαγορεύονται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας (1975) αλλά και μια σειρά κανονιστικών ρυθμίσεων που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, που σαφώς αποτελεί νόμο του Κράτους.

Έτσι, στο Ελληνικό Σύνταγμα και συγκεκριμένα στο άρθρο 3, παραγ. 1 ρητά αναφέρονται τα εξής: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού˙ τηρεί απαρασάλευτα όπως και εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι Αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με την τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928»[1]. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη συνταγματική διάταξη, κατανοούμε ότι η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζει ως «επικρατούσα θρησκεία» του Κράτους την Ανατολική Ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, στο πλαίσιο της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», συνιστώντας με αυτό τον τρόπο μια σχέση δημοσίου δικαίου μεταξύ τους.

Επιπλέον, μελετώντας τη σχετική διάταξη, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο αποδίδεται στην Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία ο τίτλος «επικρατούσα», αλλά η Ελληνική Πολιτεία προβαίνει και στην αναγνώριση της Εκκλησίας της Ελλάδος ως μοναδικής Εκκλησίας στη Χώρα, που διοικείται αναπόσπαστα από τα δικά της όργανα λειτουργίας και διοίκησης, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται το αυτοδιοίκητο στην Εκκλησία της Ελλάδος και αναγνωρίζεται πως η τελευταία δεν εξαρτά την υπόσταση της από την Ελληνική Πολιτεία, είναι «θείον καθίδρυμα» και ούτε ανήκει στο Κράτος ή σε μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά υπάρχει ενωμένη δογματικά και βρίσκεται σε κοινωνία με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και άλλες ομόδοξες Εκκλησίες.

Α) Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 και η Συνοδική Πράξη του 1928

  1. i) Οι Συνέπειες που παράγει η καταστατική αναγνώριση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

            Στις 30 Μαΐου 1850 συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίζοντας την ανακοίνωση του Αυτοκεφάλου και την κοινοποίηση αυτού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[2]. Στις 16 Ιουνίου συγκλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείοη Ενδημούσα Σύνοδος με πρόεδρο τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Δ΄. Στην Σύνοδο συμμετείχαν και άλλοι πρώην Πατριάρχες, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, δεκατρείς Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου και κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά από την επίσημη «Συνοδική Συνέλευση», το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 29 Ιουλίου 1850 εξέδωσε τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, με το οποίο αναγνώριζε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

            Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων,στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο αναφέρονται τα εξής: «…Ούτω δη και επί τούτοις καθισταμένην δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου την Ιεράν εν Ελλάδι Σύνοδον, επιγιγνώσκομεν αυτήν, και ανακηρύττομενπνευματικήν ημών αδελφήν, και πάσι τοις απανταχού ευσεβέσι και ορθοδόξοις τέκνοις της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας επισυνιστώμεν ως τοιαύτην του λοιπού αναγνωρίζεσθαι και μνημονεύεσθαι τω ονόματι “Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος” δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα τα τη ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα, ίνα του λοιπού μνημονεύηται υπό των εν Ελλάδι Αρχιερέων εν ταις ιδίαιςεπαρχίαιςιερουργούντων, του Προέδρου αυτής μνημονεύοντος πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων, και χορηγή τας προς χειροτονίαν Αρχιερέων απαιτουμένας κανονικάς εκδόσεις. Ίνα δε η κανονική ενότης προς τε την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν,και προς τας λοιπάς Ορθοδόξους του Χριστού Εκκλησίας διατηρήται κατά τους θείους και ιερούς κανόνας και τα πατροπαράδοτα έθιμα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, οφείλει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, μνημονεύειν εν τοις ιεροίς Διπτύχοις του τε κατά καιρόν Οικουμενικού Πατριάρχου και των λοιπών τριών Πατριαρχών κατά τάξιν, καθώς και πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων λαμβάνει δε, οσάκις αν χρήζη και το άγιον μύρον παρά της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας . Κατά δε τας κανονικάς και πατροπαραδότους διατυπώσεις, ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου αναγορευόμενος οφείλει επιστέλλειν τα αναγκαία συνοδικά γράμματα προς τε τον Οικουμενικόν και προς τους λοιπούς Πατριάρχας, καθώς και ούτοι αναγορευόμενοι το αυτό ποιήσουσιν…Επ’ αυτοίς ουν τοις όροις, αύτη η αρχήθεν καλλιγόνος Μήτηρ, η ως άμπελος ευθηνούσα εν ταις κλίτεσι του οίκου Κυρίου, η εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, εν Αγίω Πνεύματι συνοδικώς αποφαινομένη, αναγορεύει και κηρύττει την εν Ελλάδι Εκκλησίαν αυτοκέφαλον, και την εν αυτή Σύνοδον αδελφήν εν Πνεύματι εαυτής τε και πάσης άλλης ανά μέρος Ορθοδόξου Εκκλησίας˙έτι αναγνωρίζει πλήρη και κυρίαν και Αποστολικήν την ψήφω και δοκιμασία των εν Ελλαδι Ιερωτάτων Μητροπολιτών και Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων γινόμενην χειροτονίαν, ην ελαβον εντεύθεν από του Αποστολικού Οικουμενικού τούτου Θρόνου, ή και αφ’ ετέρου Αποστολικού Θρόνου, ή και Συνόδων αυτοκεφάλων, των εν τω Ορθοδόξω πληρώματι· έτι δε κατέχει πλήρη, κυρίαν και αποστολικήν πάσαν χειροθεσίαν αυτών, και πάσαν ιεράν τελετήν νομίμως τελουμένην, και τοιαύτην αξιοί κατέχεσθαι και παρά πάντων των Ορθοδόξων. Ταύτα ώρισεν εν Αγίω Πνεύματι η εν Κωνσταντινουπόλει Ορθόδοξος Ιερά Σύνοδος, ευχομένη απλέτω πόθω, και διαπύρω αγάπη τη φίλη αυτής εν Χριστώ αδελφή, στηριγμόν εν τη πίστει και εν τη ενότητι, προκοπήν εν τοις παραγγέλμασι του Κυρίου[3]».

            Σύμφωνα λοιπόν, με τα όσα παραπάνω αναφέραμε, αυτή η καταστατική αναγνώριση που ήρθε με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, είχε κάποιες συνέπειες, τις οποίες καιαναλυτικώς παραθέτουμε:

  1. Η Εκκλησία της Ελλάδος καθίσταται πλέον Αυτοκέφαλη και καλείται εις το εξής«Αδελφή Εκκλησία» ως προς την σχέση της με τη «Μητέρα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως».
  1. Η ανώτατη αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος θα είναι εις το εξής η Ιερά Σύνοδος, η οποία αποτελείται από Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, στους οποίους αναγνωρίζεται η Αποστολική διαδοχή και όλα τα προνόμια εξ αυτής. Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου θα είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Αθηνών και η διοίκησή της θα ασκείται με βάση τους εκκλησιαστικούς κανόνες και όχι τους πολιτειακούς νόμους.
  2. Στην Αρχιερατική Θεία Λειτουργία όλοι οι Μητροπολίτες θα μνημονεύουν την Ιερά Σύνοδο, ο δε Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου (Μητροπολίτης Αθηνών, νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος) θα μνημονεύει «πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων». Επίσης, οφείλει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος να μνημονεύει του ονόματος του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη και των υπολοίπων τριών Πατριαρχών (νυν των Πατριαρχών και των Προκαθημένων και Προέδρων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών).
  3. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν παρασκευάζει η ίδια Άγιο Μύρο αλλά οφείλει να το λαμβάνει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
  4. Ο εκάστοτε πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος θα επικοινωνεί και θα αλληλογραφεί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και τους Προκαθημένους των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για γενικότερα ζητήματα και εν γένει για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, αφορώντα τις σχέσεις τους και τον πιστό λαό.
  5. Τα εσωτερικά θέματα, καθώς και τα όποια ανακύψαντα προβλήματα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως χειροτονίες, Αρχιερέων, κληρικών, γάμος, διαζύγια, διοικήσεως ιερών μονών, ευταξίας και εκπαιδεύσεως του ιερού κλήρου, περί του κηρύγματος του θείου λόγου κ. άλ. θα ρυθμίζονται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με συνοδικές αποφάσεις, οι οποίες όμως δεν αντιβαίνουν τους Ιερούς Κανόνες και τα πατροπαράδοτα έθιμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
  1. Σε σοβαρότερα εκκλησιαστικά ζητήματα, τα οποία και επιζητούν μια πιο ευρεία και καθολική λύση και αποδοχή θα γίνεται αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και θα ζητείται επέμβασή του για να στηρίξει την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

            Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος αναγνώριζε ως Αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος του νεοσύστατου όμως Ελληνικού Κράτους, μετά την επανάσταση του 1821, το οποίο αποτελούνταν από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Άρα και η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελούνταν από Μητροπολίτες μόνο αυτών των περιοχών. Επίσης, το 1866 προστέθηκαν στην Ελλάδα τα Επτάνησα και οι Μητροπόλεις τους στην Εκκλησία της Ελλάδος. Το ίδιο συνέβη το 1882, όταν προστέθηκαν στην Εκκλησία της Ελλάδος οι Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και της Άρτας.

            Ωστόσο, η πρακτική της συμμεταβολής των εκκλησιαστικών με τα πολιτειακά όρια, δεν ακολουθήθηκε βέβαια στην περίπτωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νησιών του Βορείου Αιγαίου, που υπάγονταν πνευματικά και διοικητικά απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και προσαρτήθηκαν στην Ελληνική Επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Τελικά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά από συνεχείς και αδιάκοπες διαπραγματεύσεις με την Ελληνική Πολιτεία, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, παραχώρησε «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος, «υπό τύπον προσωρινότητας», τουτέστιν «άχρι καιρού», όπως δηλώθηκε και με τους δέκα όρους της συγκριμένης Πράξης, τη διοίκηση των «Μητροπόλεων των λεγομένων Νέων Χωρών», (έτσι επικράτησε να αποκαλούνται οι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίεςτου Οικουμενικού Θρόνου), ενώ πνευματικώς έμειναν και παραμένουν ως και σήμερα υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[4].

Β) Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν.590/1977)

Σε συνάρτηση με τα όσα ήδη αναφέραμε και συμφώνως με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρει τα εξής:

«1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ούσα θείον καθίδρυμα και έχουσα κεφαλήν τον Κύριον ημών ΙησούνΧριστόν, είναι αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στοιχούσα τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασαλεύτως, ως και πάσαι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, τα δόγματα, τους Ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις.

  1. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλος, αυτοδιοικείται δε, εν τω πλαισίω των περί θρησκείας άρθρων του Συντάγματος, διά των εν ενεργεία Μητροπολιτών αυτής.
  2. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει τας Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, συμφώνως προς τον από 29ης Ιουνίου 1850 Πατριαρχικόν και ΣυνοδικόνΤόμον και τας από Ιουλίου 1866 και Μαΐου 1882 ΠατριαρχικάςΣυνοδικάς Πράξεις και τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, συμφώνως προς την από 4ης Σεπτεμβρίου 1928 Πατριαρχικήν και ΣυνοδικήνΠράξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει ως μέλη πάντας τους κατοικούντας εν τη περιοχή αυτών Ορθοδόξους Χριστιανούς[5]».

            Ως προς τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών» διοικούνται «επιτροπικώς», ήτοι κατά παραχώρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, την συγκροτούσα εκ της πρώτης (σύμφωνα με το ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων), αλλά πνευματικώς ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τουτέστιν οι Μητροπολίτες αυτών των επαρχιών μνημονεύουν σε κάθε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία του ονόματος του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη. Επιπλέον, συμμετέχουν ως ισότιμα μέλη στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, και σε περίπτωση χηρείας των θρόνων αυτών η Ιερά Σύνοδος υποχρεούται να αποστέλλει τον κατάλογο προς Αρχιερατεία εκλογίμων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης στην ίδια περίπτωση, όταν τίθεται ζήτημα καταστάσεως, ήτοι μεταθετού ενός εκτός Αρχιερέων σε χηρεύουσα θέση των επαρχιών των Νέων Χωρών, πρέπει να υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μόνο δια πλειονοψηφίαςτων 2/3 του συνόλου των παρόντων μελών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

            Επίσης, οι Αρχιερείς των λεγομένων Νέων Χωρών σε κάθε Αρχιερατική Λειτουργία μνημονεύουν εκτός του ονόματος του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία ανήκουν διοικητικώς. Επιπλέον, οφείλουν να βρίσκονται αναπόσπαστα ενωμένοι δογματικά και πνευματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να αλληλογραφούν και να επικοινωνούν με αυτό σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.

 

Γ) Η τυχόν κατάργηση του άρθρου 3.

  1. i) Οι συνέπειες για την Εκκλησία της Ελλάδος.

Διαχρονικά, με διάφορες αφορμές, εμφανίζεται στο προσκήνιο μια πολύ μεγάλη συζήτηση γύρω από τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας, όπως αυτές ρυθμίζονται μέσα από ένα σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων του Συντάγματος της Ελληνικής Πολιτείας αλλά και του Καταστατικού Χάρτη της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, υφίσταται μια διακριτή σχέση της Εκκλησίας με την Πολιτεία αλλά και μια από κοινού συνεργασία ταυτόχρονα για ζητήματα που άπτονται του κοινού ενδιαφέροντος, όπως αυτά της χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων, της θρησκευτικής υπηρεσίας του στρατού, της διαφυλάξεως των ιερών κειμηλίων και των εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων, των θεμάτων του γάμου και της οικογένειας κ. άλλ[6].

            Ωστόσο, και παρά την ξεκάθαρη εικόνα που συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, έχουν εκφρασθεί κατά καιρούς, παλαιότερα αλλά σήμερα είναι πιο επίκαιρες από κάθε άλλη φορά, διαφορετικές απόψεις επί της ιδιάζουσας και διακριτής αυτής σχέσης μεταξύ της Ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι περισσότεροι που εκφράζουν αυτές τις απόψεις θεωρούν ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος που ομιλεί για επικρατούσα θρησκεία στην ελληνική επικράτεια έρχεται σε αντιδιαστολή με το άρθρο 13 που ορίζει την θρησκευτική ελευθερία.

            Συγκεκριμένα το άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζει: 1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O προσηλυτισμός απαγορεύεται.3. O λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. 4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του.

            Με βάση αυτό θεωρούν πολλοί – οι υποστηρικτές θα λέγαμε της απόψεως περί του λεγομένου διαχωρισμού των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας – ότι δεν μπορούμε να δεχόμαστε σαν Πολιτεία ότι έχουμε θρησκευτική ελευθερία και αναγνωρίζουμε την άσκηση αυτής, όταν φυσικά αυτή δεν αντίκειται στους νόμους του Κράτους και στα χρηστά ήθη και ταυτόχρονα να αναγνωρίζουμε ότι στο Κράτος υπάρχει Επικρατούσα Θρησκεία έναντι των υπολοίπων.

            Κατά την γνώμη μας βέβαια, τούτο δεν ευσταθεί, διότι όλες οι αναγνωρισμένες από το Κράτος Θρησκείες απολαμβάνουν των ίδιων προνομίων με την Επικρατούσα Θρησκεία, η οποία δεν ευνοείται έναντι των υπολοίπων, αφού όλες απολαμβάνουν την προστασία των νόμων του Κράτους. Συνεπώς, η άποψη ότι θέλουμε να γίνουμε ουδετερόθρησκο Κράτος στην ουσία δεν υφίσταται, αφού παρότι υπάρχει ο χαρακτηρισμός «Επικρατούσα Θρησκεία», δεν έχει πρακτική ισχύ αφού το άρθρο 13 αναγνωρίζει την θρησκευτική ελευθερία σε όλη την ελληνική επικράτεια και την άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας ελευθέρως και ακωλύτως από τους πιστούς και τα μέλη αυτής.

            Ωστόσο, επειδή στο άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρεται ότι η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται από την Ιερά Σύνοδο και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, που συγκροτείται από την πρώτη, συμφώνως προς τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, η τυχόν κατάργηση αυτού μπορεί να σημαίνει δυο τινά: 1. Οι Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών να προσαρτηθούν και πνευματικώς στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και να πάψει να ισχύει το «επιτροπικώς». Για να ισχύει βέβαια αυτό θα πρέπει και η Εκκλησία της Ελλάδος να αναθεωρήσει τον Καταστατικό της Χάρτη, όπου ρητά προσδιορίζεται η κατάσταση των Νέων Χωρών, ή 2. Να απαλειφθεί από το Σύνταγμα το άρθρο 3, αλλά για την Εκκλησία της Ελλάδος να μην υπάρξει καμία μεταβολή ως προς τα εκκλησιαστικά καθεστώτα που ισχύουν στην Ελλάδα και στο πλαίσιο της καλής συνεργασίας με την Πολιτεία να συνεχίσουν να υφίστανται αυτά, ως έχουν, ήτοι να συνεχίζεται το «επιτροπικώς» για τις λεγόμενες Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, που ανήκουν στον Οικουμενικό Θρόνο.

            Συμπερασματικά, μπορούμε να τονίσουμε ότι η πάντοτε επίκαιρη και διαρκώς στο προσκήνιο, ευκαίρως ακαίρως, συζήτηση επί όλων αυτών των ζητημάτων που αναφέραμε έχει ένα κοινό παρονομαστή, που δεν είναι άλλος από το κοινό καλό, προς συμφέρον των πολιτών – πιστών. Θεωρούμε ότι μέσα στο πλαίσιο της διάκρισης των ρόλων, του σεβασμού και του πνεύματος νηφαλιότητας που πρέπει να διακρίνει τις σχέσεις τους, θα μπορέσει και η Πολιτεία αλλά και η Εκκλησία να επιτύχουν την ξεχωριστή αλλά και ταυτόχρονη τη κοινή τους αποστολή, που δεν είναι άλλος από το καλό των πολιτών του Κράτους και των πιστών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού, ταυτοχρόνως με τον σεβασμό προς όλες τις χριστιανικές ομολογίες και τις άλλες θρησκείες που δρουν και κινούνται στον ελληνικό χώρο.

            ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Σύνταγμα της Ελλάδος όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, έκδ. Διεύθυνση εκδόσεων και εκτυπώσεων της Βουλής, Αθήνα 2010.
  • Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, Καταστατική Νομοθεσία, έκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012.
  • Του Ιδίου, Η φενάκη των διακριτών ρόλων, Βήμα 15-10-2017, σ. 24.
  • Ιερωνύμου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία της Ελλάδος – Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο, Εκκλησία 94, τεύχ. 6, Αθήνα 2017.

 

[1]. Σύνταγμα της Ελλάδος όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, έκδ. Διεύθυνση εκδόσεων και εκτυπώσεων της Βουλής, Αθήνα 2010, σσ. 19-20.

[2]. Πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι στις 23 Ιουλίου 1833 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα περί Συνόδου, ύστερα από προτροπή του τότε Αντιβασιλέα Όθωνα, που υπήρξε και εμπνευστήςπερί της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, στις 27 Ιουλίου διορίστηκαν τα πρώτα μέλη της νέας σύνθεσης της Ιεράς Συνόδου, τα οποία ορκίστηκανέμπροσθεν του Αντιβασιλέα Όθωνα και στη συνέχεια τελέσθηκεκαι Ιερά Δοξολογία. Με εκείνη την πράξη ιδρύθηκε η «Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος». Η ανακήρυξη της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε χωρίς τη σύμφωνη γνώμηκαι έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Μητρός δηλαδή Εκκλησίας που έχει, σύμφωνα με τους κανόνες, την ευθύνη να δίδει την Αυτοκεφαλία. Για το ζήτημα αυτό, βλ. χαρακτηριστικά Αθανασίου Γρ. Γερομίχαλου, Ίδρυσις και Διοίκησις της Εκκλησίας της Ελλάδος, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 363 και 369.

[3]. Περί του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, βλ. χαρακτηριστικά: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=dikaio&NF=1&main=texts&file=2.htm, (τελ. Ανάκτηση, 21/05/2020).

[4].«…Επειδή τοίνυν, προκειμένου και περί της διοικήσεως των εις το Θεοφρούρητον Κράτος της Ελλάδος τελευταίως περιελθουσών πολιτικώς Επαρχιών του καθ’ ημάς Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, κατάδηλονεγένετο ότι δια την επελθούσανπολιτικήνμεταβολήν των κατ’ αυτάς ουκ άμοιρος δυσχερείων και ανωμαλιών ποικίλων ην εφεξής η άμεσος αυτών παρά του Αγιωτάτου τούτου Θρόνου ως πρότερον διακυβέρνησις, η Μετριότης ημών μετά των περί ημάς Ιερωτάτων Μητροπολιτών και υπερτίμων των εν Αγίῳ Πνεύματι αγαπητών ημίν αδελφών και συλλειτουργών, λαβόντεςυπ’όψιν κατά το χρεών την νέανκατάστασιν και την ενδεικνυμένην εξ αυτής ανάγκην αξιοχρέου προνοίας και μερίμνης προς την προσήκουσανανάλογονδιευθέτησιν και διοργάνωσιν και εκκλησιαστικώς των κατά τας Επαρχίας ταύτας, έγνωμεν και απεφασίσαμενΣυνοδικώς, όπως, τηρουμένου τον επί των Επαρχιών τούτων ανωτάτου κανονικού δικαιώματος του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, η διοίκησις εν τοις επί μέρους των επαρχιών τούτων διεγάγηται εφεξής επιτροπικώς υπό της πεφιλημένηςΑγιωτάτης αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, προφρόνωςαποδεξαμένης, συναινούσης και κυρούσης και της Εντίμου ΕΕλληνικής Πολιτείας, όπως κατά την παράκλησιν της Μητρός Εκκλησίας αναλάβη την εντολήν ταύτην, ενεργουμένην επί τοις εξής κυρωθείσιν εκκλησιαστικώς τε και πολιτικώς γενικοίςόροις: Α) Άπασαι αι εις το Ελληνικόν Κράτος περιελθούσαιΕπαρχίαι του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, πλην της Αγιωτάτης Εκκλησίας της νήσου Κρήτης, διαφυλαττούσης το άχρι τούδε αυτόνομον αυτής καθεστώς, υπάγονται εφεξής υπό την άμεσονδιακυβέρνησιν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος, επεκτεινούσης και επί των Επαρχιών τούτων εν πάσι το σύστημα της διοικήσεως και την τάξιν των ιδίων αυτής Επαρχιών. Β) Ενδιάμεσος ως εκ τούτου κεντρική και των επαρχιών τούτων ανωτέρα εκκλησιαστική αρχή αναγνωρίζεται εφεξής η εν Αθήναις Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ης συμμετέχουσι και οι Μητροπολίται των Επαρχιών τούτων, καλούμενοι εις αυτήν και ίσονάριθμόν προς τους εκ των Επαρχιών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος προσκαλουμένους αρχιερείς και κατά τον αυτόν τρόπον …»,βλ.http://www.apostolikidiakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=dikaio&NF=1&main=texts&file=1.htm (ανακτήθηκε, 21/05/2020).

[5]. Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, βλ. χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα: www.valsamon.com/index.php?id=2&subid=1214 (ανακτήθηκε 21/05/2020).

[6].Βλ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, Καταστατική Νομοθεσία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012, άρθρο 2, σ. 5.