Η βιοηθική και οι επιστήμες του δικαίου

22 Ιανουαρίου 2021

Η βιοηθική συνδέεται  ιδιαίτερα με το φαινόμενο του δικαίου, χωρίς  να αποτελεί ένα προνομιακό αντικείμενο αποκλειστικής προσέγγισης από τους εκπροσώπους ορισμένης επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των νομικών επιστημόνων. Πράγματι, συνιστά ένα ιδιόρρυθμο φόρουμ στο οποίο μετέχουν διάφοροι δρώντες της κοινωνικής ζωής, όπως ερευνητές, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (μερικές από τις οποίες υπάγονται στο πεδίο της νομικής επιστήμης), πολιτικοί, δικηγόροι.

Θεωρείται ότι διαφέρει ουσιωδώς από το φαινόμενο της ιατρικής δεοντολογίας, η οποία  συνίσταται σε ένα σύνολο κανόνων αυτοπεριορισμού της κοινότητας των ιατρών, με πρώτο και κλασικό παράδειγμα τον όρκο του Ιπποκράτη. Συνεπώς, έχει έναν πλουραλιστικό χαρακτήρα όσον αφορά τις πηγές της ενώ διαφέρει από την ιατρική δεοντολογία και κατά το μέτρο που έχει ως αντικείμενό της πράξεις που δεν είναι (καθαρά) ιατρικές.

Ωστόσο, και η δεοντολογία για την εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος δεν είναι πάντοτε ένα προϊόν αυτορρύθμισης. Για παράδειγμα, το έργο της σύνταξης του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με το Ν. 3418/2005, ανατέθηκε στο Εθνικό Συμβούλιο Ιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας και το τελικό κείμενο με περιορισμένης έκτασης τροποποιήσεις τέθηκε από την πολιτική ηγεσία του  αρμόδιου Υπουργείου σε κοινωνικό διάλογο. Αυτό συνέβη καθώς  η Πολιτεία αφαίρεσε από το σώμα των ιατρών τη δυνατότητα συναινετικής αυτορρύθμισης, η οποία ωστόσο δεν  ήταν απόλυτη καθώς είχε τη μορφή δεοντολογικού κανονισμού του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου ο οποίος υπέκειτο σε έγκριση με διάταγμα[1].

Η στέρηση της αυτορρύθμισης δεν  συνεπάγεται την απώλεια εχεγγύων εφαρμογής  αυτού του επαγγελματικού Κώδικα, πρωτευόντως για το  λόγο ότι το περιεχόμενό του ουσιαστικά εμφανίζεται να προκύπτει μέσα από μακρύ διάλογο με την επίμαχη επαγγελματική κατηγορία και να είναι σύμφωνο με θεμελιώδεις παραδοχές που έχουν καταστεί πλέον κοινοί τόποι στην ευρωπαϊκή ιατρική κοινότητα[2]. Είναι ενδεικτικό αυτού του πνεύματος πολυσυλλεκτικής αντιπροσώπευσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της υπουργικής απόφασης ΔΥ1δ/Γ.Π. 103144 «Οργάνωση και λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας» στο προαναφερθέν γνωμοδοτικό Συμβούλιο ως μέλη διορίζονται με απόφαση του οικείου Υπουργού επιστήμονες διακριθέντες στον τομέα της υγείας, νομικοί, θρησκευτικοί λειτουργοί και γενικώς πρόσωπα αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους.

Πρόκειται για μία σημαντική εξέλιξη η οποία αναδεικνύει όχι απλώς το σημαίνοντα ρόλο της θρησκείας στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τη συστηματική και ουσιώδη ενασχόληση της Εκκλησίας της Ελλάδος σε ζητήματα βιοηθικής κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή η νομοθετική πρόβλεψη έχει συνδυαστεί με την τάση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου να ορίζει Ιεράρχη ως μέλος του Συμβουλίου. Συνεπώς, στην πράξη σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη διαμόρφωση της ιατρικής δεοντολογίας διαμορφώνεται από τη σε στενή έννοια Πολιτεία, αντί του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου. Προκύπτει μία ώσμωση εκπροσώπων διαφόρων κοινωνικών χώρων και ακαδημαϊκών πεδίων, στο πλαίσιο του ίδιου του κεντρικού Κράτους, πράγμα που δεν μπορεί παρά να παραλληλιστεί με τα τεκταινόμενα στη βιοηθική. Είναι αξιοσημείωτο ότι η βιοηθική δεν είναι απλώς μία πειθαρχία που κερδίζει  έδαφος αλλά ένα πρότυπο διαλόγου και διακλαδικής συμμετοχής με ευρύτερες επιρροές. Η παρατήρηση αυτή ισχύει υπό το πρίσμα της αρχής της δημοκρατίας και της συνταγματικής εγγύησης της ελευθερίας της έκφρασης, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζεται η επικυριαρχία της Πολιτείας, η οποία δεν παραιτείται από τον ηγετικό της ρόλο στη διαμόρφωση κανόνων.

Στο Συμβούλιο αυτό σημαίνουσα είναι και η εκπροσώπηση της κοινότητας των νομικών, πράγμα που είναι εύλογο καθώς η δεοντολογία δεν παύει να αποτελείται από κανόνες με νομική υπόσταση για τη ρύθμιση σημαντικών εννόμων σχέσεων, όπως αυτές μεταξύ του ιατρού και του ασθενούς. Κατά παρόμοιο τρόπο, η νομική κοινότητα εμπλέκεται εκ των πραγμάτων στο διάλογο για τη βιοηθική. Για παράδειγμα, μία θέση σε αυτό το πεδίο αναλογεί όχι μόνο στη δογματική του δικαίου αλλά ιδιαίτερα στη φιλοσοφία του δικαίου, η οποία συγγενεύει με τον παραδοσιακό κλάδο της ηθικής φιλοσοφίας, αναγόμενο στο πλαίσιο των συζητήσεων μεταξύ του Σωκράτη και των σοφιστών[3]. Σε αντιδιαστολή με κλάδους της δογματικής του δικαίου, όπως το Ιδιωτικό Δίκαιο, αυτή δεν ασχολείται με ένα ιδιαίτερο επιμέρους πεδίο  του δικαίου[4]. Στο πλαίσιό της, σημαντική σχολή σκέψης έχει αποτελέσει η θεωρία του φυσικού δικαίου, έναντι του θετικισμού. Αυτή η προσέγγιση γνώρισε μία άνθιση στη νεότερη ιστορία λόγω των δραματικών γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα η επικαιρότητά της οφείλεται κυρίως στα σημαντικά βιοηθικά ζητήματα που έχουν ανακύψει.

Σε κάθε περίπτωση, ο νομικός πολιτισμός συνεχίζει να δομείται  στη νομοθετική κατασκευή του «προσώπου» ως υποκειμένου δικαίου, η οποία θεωρείται ότι συνδέεται αποκλειστικά με το ανθρώπινο είδος[5].  Ωστόσο, αυτή η θεώρηση δεν είναι απόλυτα ακριβής στο μέτρο που προβλέπονται εκτός από τα φυσικά πρόσωπα (ζώντες άνθρωποι) και τα νομικά πρόσωπα χωρίς πρόσωπα ως μέλη, όπως είναι τα ιδρύματα. Συνεπώς, εκτιμάται ότι στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης παραδοσιακά υπάρχει η τάση να «αγνοείται» ή να υποτιμάται η ύπαρξη συνόλων περιουσίας που έχουν ικανότητα δικαίου. Με γνώμονα το δεδομένο της ύπαρξης νομικών προσώπων αποτελούμενων από πράγματα, ίσως δεν θα έπρεπε να προκαλεί μεγάλη εντύπωση το ζήτημα της ενδεχόμενης αναγνώρισης ικανότητας δικαίου σε έμβιους οργανισμούς διάφορους του ανθρώπου, όπως τα ζώα, ή σε σύνολο έμβιων οργανισμών και άβιας ύλης, όπως το οικοσύστημα. Για παράδειγμα, το άρθρο 71 του Συντάγματος της Βολιβίας πρωτοτυπεί στο συγκριτικό δίκαιο, αναγνωρίζοντας δικαίωμα στη φύση ή  Pacha Mama (Μητέρα Γη). Κατά συγκρίσιμο τρόπο, η Νέα Ζηλανδία έχει πρόσφατα αναγνωρίσει ικανότητα δικαίου στον ποταμό της Whanganui[6].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Α. Μανιάτης, Δίκαιο Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2009, σσ. 111-112.

[2] Ξ. Κοντιάδης, Κ. Σουλιώτης, Σύγχρονες προκλήσεις στην πολιτική υγείας. Τέσσερις κρίσιμες νομοθετικές παρεμβάσεις, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή  2005, σ. 223.

[3] Α. Μανιάτης, Δίκαιο και ηθική κατά τη Φιλοσοφία του Δικαίου, Φιλοσοφείν. Επιστήμη, εύνοια, παρρησία, 22ο τεύχος, Ιούνιος 2020, σ. 225.

[4] J. Hage, 14 Philosophy of Law, in J. Hage, B. Akkermans (Editors) (2014). Introduction to Law, Springer International Publishing Switzerland, p. 313.

[5] Τ. Βιδάλης, Βιοδίκαιο. Δεύτερος τόμος. Από τη βιοποικιλότητα στις έξυπνες μηχανές, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2017, σ. 163.

[6] A. Maniatis, An Environmental Approach to Fashion Law, IJCMS, Vol. 5, Issue, 09(A), September 2018, p. 1085, http://www.journalijcms.com/sites/default/files/issue-files/0660-A-2019.pdf.