Εισαγωγή στο Θείο Δράμα και τη Μεγάλη Εβδομάδα

27 Απριλίου 2021

Η Σταύρωση του Χριστού χαρακτηρίζεται ως Θείο Δράμα, όχι ανθρώπινη τραγωδία. Πρόκειται για μια πράξη θυσίας και μάλιστα ολοκληρωτικής, μια πράξη αγάπης και μάλιστα τέλειας, μια πράξη ταπείνωσης και μάλιστα ακραίας. Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς όχι μόνο για  αυτά αλλά και για πολλά άλλα αλλά εμείς θα αρκεστούμε αναγκαστικά στα πλέον απαραίτητα.

Η Σταύρωση του Χριστού χαρακτηρίζεται ως Θείο Δράμα, όχι ανθρώπινη τραγωδία, γιατί η τραγωδία έχει κακό τέλος, συμφορά αναπόφευκτη, όπως ο θάνατος. Το δράμα είναι μια περιπέτεια που μοιάζει με την τρικυμισμένη θάλασσα. Κι όπως τα τρικυμισμένα κύματα ανεβοκατεβαίνουν, έτσι και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που ζει ένα δράμα εναλλάσσονται με την  χαρά και την  θλίψη, μια στο ύψος μια στο βάθος.

Το δράμα του Χριστού χαρακτηρίζεται ως θείο, γιατί το υπέφερε ένας θεός, ο οποίος όμως δεν παύει να είναι και άνθρωπος και να ζει έντονα τα συναισθήματά, είτε της οργής,όπως με το φραγγέλωμα των εμπόρων στο Ναό του Σολομώντα ή με την υποκρισία των Φαρισαίων που τους αποκάλεσε φίδια και τάφους «κεκονιαμένους», είτε  με τη λύπη για τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου, είτε τέλος της βαθιάς λύπης στο Όρος των Ελαιών, όπου είπε χαρακτηριστικά «περίλυπος εστίν η ψυχή μου…». Το θέμα είναι πώς βγαίνει κανείς σώος από μια τέτοια τρικυμία και πως αντιμετωπίζει όλα αυτά τα δυσάρεστα, την οδύνη,  αλλά και τα ευχάριστα, την ηδονή της ζωής. Αυτό εξαρτάται από την είσοδο και έξοδο από αυτά τα συναισθήματα. Όταν μπεις από την πόρτα της ηδονής, βγαίνοντας έξω θα συναντήσεις την οδύνη, αντίθετα, όταν μπαίνεις από την πόρτα της οδύνης, θα βγεις έξω και θα συναντήσεις την ηδονή. Εξαρτάται βέβαια και από το νόημα που δίνει κανείς στην οδύνη και την ηδονή, γιατί υπάρχουν και σωματικές οδύνες και ηδονές και πνευματικές.

Η Σταύρωση του Χριστού χαρακτηρίζεται και  ως πράξη  θυσίας και μάλιστα ολοκληρωτικής. Στα τροπάρια συναντάμε τις εκφράσεις «όλως ην εν τοις κάτω και ουδόλως απήν εκ των άνω, ο απερίγραπτος». Πρόκειται για τον αμνό του Θεού, «τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», για τον μόσχο τον άμωμο και το αρνίον που έσφαζαν οι Εβραίοι κατά το Πάσχα, για γλιτώσουν τα πρωτότοκα παιδιά τους από την μανία του  του Φαραώ. Και όπως με το αίμα του του αρνίου που θυσίαζαν οι Εβραίοι και έβαφαν τις πόρτες για να μην τους βρει αρρώστια, έτσι και το αίμα της θυσίας του Χριστού γίνεται σωτήριο για τους ανθρώπους. Οδηγήθηκε «ως πρόβατον επί σφαγήν» για την σωτηρία του ανθρώπου. Όμως ο Χριστός της Καινής Διαθήκης δεν θέλει το αίμα μόσχων και τράγων μια υλική δηλαδή θυσία, αλλά πνευματική, έτσι όπως ο Δαυίδ εξομολογείται στον 50ο ψαλμό: «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»

Ακόμη η Σταύρωση του Χριστού χαρακτηρίζεται πράξη αγάπης και μάλιστα τέλειας αγάπης. Η διακήρυξη του ευαγγελίου «ο Θεός Αγάπη εστί» θα ήταν κενού περιεχομένου, αν δεν συνοδεύονταν από μια έμπρακτη πράξης αγάπης. Η ανθρώπινη αγάπη έχει κάποια όρια, η αγάπη όμως του Θεού είναι απεριόριστη. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (Ιωανν.3, 16).

Τέλος η Σταύρωση του Χριστού χαρακτηρίζεται ως πράξη  ταπείνωσης και μάλιστα άκρας ταπείνωσης. Αν η Ενανθρώπιση  του Χριστού είναι «μυστήριον ξένον και παράδοξον», πολύ πιο παράξενο μυστήριο είναι η Σταύρωση του Χριστού. Πρόκειται για κάτι αδιανόητο, για κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Να αφήσει τα ουράνια παλάτια και να γεννηθεί σε έναν σταύλο και στη συνέχεια να συσταυρωθεί μεταξύ δύο ληστών! Πόσο απλό και ταπεινό ήταν  το πέρασμα του Χριστού από την γη! Ήσυχα, αθόρυβα χωρίς τυμπανοκρουσίες ακόμη και όταν ήρθαν να τον συλλάβουν στο Όρος των Ελαιών. Ο υμνογράφους ερμηνεύει την ανέκφραστη σκέψη του Χριστού, όταν τον βάζει να λέει: «ἠδυνάμην πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας παραστῆσα ιἈγγέλων» (Τροπάριο της Μ. Παρασκευής).

Όταν ο Ιωσήφ από Αριμαθαίας ζητεί από τον Πιλάτο το σώμα του νεκρού Χριστού, του λέει: «δός μοι τούτον τον ξένον». Ο Χριστός έζησε πράγματι σαν ξένος σε αυτόν τον κόσμο, γιατί ήρθε από άλλα μέρη, τα ουράνια, ήταν θεόσταλτος ήταν ουρανοκατέβατος,.  Ήρθε ως ξένος, για να μας θυμίσει ότι εμείς εδώ οι άνθρωποι είμαστε πάροικοι και η πατρίδα μας «εν ουρανοίς» υπάρχει. «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν (προς Εβραίους 13, 14) . Ήρθε ως ξένος, για να συμφιλιώσει τους ανθρώπους , οι οποίοι είχαν αποξενωθεί από τον Θεό. Έζησε όμως και ως ξένος από την αμαρτία, αποξενωμένος από την ανομία, για να καλέσει και τον άνθρωπο να απεκδυθεί το ένδυμα της φθοράς και να ενδυθεί το ένδυμα της αφθαρσίας.

Οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδες έχουν μια ιδιόμορφη σειρά: Ο Όρθρος της κάθε ημέρας γίνεται το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας και το πρωί της ίδιας ημέρας γίνεται ο εσπερινός της ημέρας. Έτσι   τα πρωινά γίνονται  εσπερινοί, ενώ τα απογεύματα   Όρθροι. Δηλαδή:

Το απόγευμα  της Κυριακής των Βαΐων που έχουμε την «μνείαν του Παγκάλου Ιωσήφ και της ξηρανθείσης συκής» γίνεται ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας

Το απόγευματης Μ. Δευτέρας που έχουμε την «μνείαν των δέκα παρθένων» γίνεται  ο  Όρθρος της Μ. Τρίτης

Το απόγευμα της Μ. Τρίτης που έχουμε την «μνείαν της αλειψάσης τον Κύριον μύρω (πόρνης) γυναικός» γίνεται ο Όρθρος της Μ. Τετάρτης .

Το απόγευμα της Μ. Τετάρτης  που έχουμε την «μνείαν του Ιερού νιπτήρος και του Μυστικού Δείπνου) γίνεται ο Όρθρος της Μ. Πέμπτης  .

Το απόγευμα της Μ. Πέμπτης   που έχουμε  «την ανάμνησιν των αγίων και σωτηρίων παθών του Κυρίου ημών Ιησού  Χριστού»  γίνεται ο Όρθρος της Μ. Παρασκευής.

Το πρωί της Μ. Παρασκευής τελούνται οι Μεγάλες Ώρες

Το απόγευμα της Μ. Παρασκευής που έχουμε την «θεόσωμονταφήν και την εις άδουκάθοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»  γίνεται ο Όρθρος του Μ. Σαββάτου. Τότε ψέλνονται και τα Εγκώμια.

Το πρωί του Μ. Σαββάτου γίνεται ο Εσπερινός του Μ. Σαββάτου.