Κατσαντώνης, ο σταυραετός της κλεφτουριάς
15 Απριλίου 2021Ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (σημερινό Πετροβούνι) των Αγράφων, γύρω στο 1775. Άλλες παραδόσεις στον θέλουν να κατάγεται από τον Μάραθο ή από το Λημέρι της ίδιας περιοχής.
Πρωτότοκος γιος του αρχιτσέλιγκα Γιάννη και της Αρετής Μακρυγιάννη. Νονός του ήταν ο μεγάλος κλέφτης Βασίλης Δίπλας, αδέρφια του ήσαν ο Γιώργος Χασιώτης (επειδή είχε γεννηθεί στα Χασιά Αγράφων) και ο Κώστας Λεπενιώτης (επειδή είχε γεννηθεί στο Λεπενού). Κάποιοι ερευνητές αναφέρουν και τον Χρήστο ή Κούτσικο (που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα) και μια αδελφή την Κατερίνα. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγέλω, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο (Αλεξάκη).
Ο νονός του Αντώνη, ο Βασίλης Δίπλας, στα εντέκατα γενέθλια του, του είχε κάνει δώρο ένα σπαθί. Ο μικρός Αντώνης συνήθιζε να λέει: «Θα φύγω, θέλω να πάω στα βουνά, θέλω να γίνω κλέφτης». Και η μάνα του τον συμβούλευε: «κάτσε Αντώνη μ’, κάτσε Αντώνη μ’». Από εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομα Κατσαντώνης. Στα 25 του χρόνια όμως, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ’ έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί από ένα μπουλούκμπαση με ψεύτικη κατηγορία για ζωοκλοπή και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή.
Εντάχθηκε στο ασκέρι του νονού του, Βασίλη Δίπλα, μαζί με τα αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απέκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου άνδρες. Σύντομα του δόθηκε διαταγή να στρατολογήσει πολεμιστές σε ένα χωριό των Τζουμέρκων. Τότε ο Κατσαντώνης κινδύνεψε να πολιορκηθεί μέσα σε ένα σπίτι από 50 περίπου Τούρκους και Αλβανούς. Προσποιήθηκε ότι υποχωρεί, αλλά έκανε ένα μεγάλο ημικύκλιο και βρέθηκε ξαφνικά στα νώτα τους, τους επιτέθηκε και τους διέλυσε! Το γεγονός αυτό ανέβασε την φήμη του στα ύψη. Ο Δίπλας, που τότε ήταν γέρος, βρήκε τον αντικαταστάτη του. Ο Κατσαντώνης ήταν πολύ οργανωτικός. Άρχισε λοιπόν να οργανώνει το λεγόμενο «νταϊφά» (σώμα ενόπλων) το οποίο αποτελούσαν 60 έως 80 άνδρες, που σε έκτακτες περιστάσεις έφταναν τους 200, ενώ σε απόλυτη ανάγκη έφταναν τους 500. Ταυτόχρονα άρχισε να εκπαιδεύει τους άνδρες του, όσο στην τέχνη του πολέμου, όσο και στα στρατηγικά σχέδια. Πολλοί ιστορικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου».
Έπειτα, άρχισε να κάνει επιθέσεις σε Τούρκους στα Άγραφα, στους Μελισσουργούς και στα Τζουμέρκα. Στη συνέχεια, έκανε επιθέσεις και σε περιοχές που ήσαν στην επικράτεια του Τουρκαλβανού Αλή πασά. Ο Αλής, αφού τελείωσε τον πόλεμο με τους Σουλιώτες, το 1804, διέταξε τον Κατσαντώνη να του δηλώσει υποταγή. Ο τελευταίος αρνήθηκε με ένα γράμμα γεμάτο βρισιές. Ο Αλής έστειλε τότε τον Ιλιάσμπεη με 100 διαλεχτούς Αλβανούς να αναμετρηθεί με τον Κατσαντώνη. Εκείνος υποδέχτηκε τον Ιλιάσμπεη κοντά στο χωριό Κλειστό. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και σύντομη. Ο Κατσαντώνης γνωρίζοντας καλά το μέρος της σύγκρουσης κατάφερε να φέρει τους Αλβανούς ανάμεσα σε δύο πυρά και μέσα σε λίγη ώρα τους σκότωσε σχεδόν όλους.
Ο Αλή πασάς εξοργισμένος από αυτή την πανωλεθρία, αιχμαλώτισε τους γονείς του Κατσαντώνη και τους σκότωσε με τρομερά βασανιστήρια, πιστεύοντας πως έτσι θα τον κάνει να λυγίσει. Ο Κατσαντώνης πήρε την απόφαση και έστειλε ένα γράμμα στον Αλή πασά που του κήρυσσε πόλεμο. Ο Αλής έστειλε τότε τον Γιουσούφ Αράπη να αφανίσει τους κλέφτες των Αγράφων. Ο Γιουσούφ Αράπης φημιζόταν για το πως βασάνιζε τους Έλληνες κι έτσι αφού πήρε 150 πολεμιστές, ξεχύθηκε στα Άγραφα και στρατοπέδευσε στον Βάλτο, ενώ οι 150 πολεμιστές στρατοπέδευσαν στην κοντινή Κεχρινιά. Αυτό όμως ήταν ολέθριο λάθος γιατί ο Κατσαντώνης μάζεψε όλους τους άνδρες που είχε στην διάθεση του και επιτέθηκε στην Κεχρινιά. Από τους 150 πολεμιστές, επιβίωσαν κυριολεκτικά μόνον έξι! Ο Γιουσούφ Αράπης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Κατσαντώνης είχε πάρει εκδίκηση για τους γονείς του.
Ο Αλή πασάς έξω φρενών έστειλε τον Χασάν Μπελούση να πολεμήσει τον Κατσαντώνη, το 1805. Ο τελευταίος όμως πολιόρκησε τον Μπελούση στο μοναστήρι του Αγίου Αιμιλιανού της Τατάρνας, κοντά σε έναν ποταμό. Αλλά ένας άλλος αξιωματικός του Αλή πασά, ο Άγο Βασιάρης μαθαίνοντας για την δύσκολη θέση του Μπελούση έτρεξε να τον βοηθήσει με πολεμιστές περικυκλώνοντας τον Κατσαντώνη. Το βράδυ όμως, ο Κατσαντώνης και οι άνδρες του έκοψαν κλαριά από έλατα, βούτηξαν στον διπλανό ποταμό και καβαλώντας τα κλαριά πέρασαν πίσω από τις θέσεις του Άγο Βασιάρη. Αφού του έκαναν επίθεση και σκόρπισαν τους εχθρούς τους, γύρισαν στην περιοχή τους.
Τον χειμώνα του 1806, ο Κατσαντώνης τον πέρασε στα Επτάνησα, βοηθώντας τον Ρώσο στρατηγό Ανρέπ και τον Ιωάννη Καποδίστρια στην αναχαίτιση της απόβασης των Γάλλων στην Λευκάδα. Σύντομα επέστρεψε στα Άγραφα όπου κορύφωσε την φήμη του. Ο Αλή πασάς αποφασισμένος να τον αφανίσει είχε στείλει τον πιο ικανό αξιωματικό του, τον Μουσταφά Βεληγκέκα με 500 περίπου Αλβανούς στρατιώτες. Ο Κατσαντώνης μάζεψε τότε και εκείνος 500 άνδρες για να αναμετρηθεί με τον Βεληγκέκα. Η σύγκρουση έγινε στο Προσηλιάκο και ήταν η πιο αιματηρή απ’ όλες. Ωστόσο κατέληξε σε μεγάλη νίκη. Ο Κατσαντώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πυροβόλησαν ταυτόχρονα τον Βεληγκέκα και τον έριξαν νεκρό! Λένε ότι ο Κατσαντώνης χρησιμοποίησε μία πρώιμη μέθοδο ελεύθερου σκοπευτή, εκμεταλλευόμενος το μέγιστο βεληνεκές του όπλου του, το οποίο εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τρομαγμένοι ο Κατσαντώνης όμως και οι άνδρες του τους κυνήγησαν ως την πεδιάδα των Ιωαννίνων.
Το 1808, ο μεγάλος πολεμιστής αρρωσταίνει από ευλογιά και αποτραβιέται σε μια σπηλιά μέχρι να γίνει καλά, με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε παλικάρια του. Οι Τούρκοι όμως, ύστερα από εντολές του Αλή πασά, τους βρίσκουν και τους αιχμαλωτίζουν. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν πως η προδοσία έγινε από μια γριά, ενώ άλλοι, από τον ηγούμενο γειτονικού μοναστηριού. Τους φέρνουν στα Γιάννενα δεμένους. Εκεί ο Αλή πασάς, εκτιμώντας την ανδρεία του, τού έκανε μία προσφορά. Του είπε πως θα του έβγαζε τις αλυσίδες και θα τον γιάτρευε αν όμως του δήλωνε υποταγή. Ο Κατσαντώνης του απάντησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό: -Γερο-πασά, εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν προσκύνησα κόσμο και ούτε θα προσκυνήσω. Άστα λοιπόν αυτά και σκότωσε με πριν σε σκοτώσω εγώ! Και όρμησε να στραγγαλίσει τον Αλή με τις αλυσίδες του! Οι χωροφύλακες τελικά τον απέτρεψαν και ο Αλή πασάς την ίδια μέρα διέταξε την εκτέλεση. Οι δήμιοι του έσπασαν με σφυριά τα κόκκαλα χεριών και ποδιών. Καρτερικά όμως υπέμεινε όλα τα βασανιστήρια και παρέμεινε αλύγιστος μπροστά στα φρικτά μαρτύρια. Όπως υποστηρίζει η παράδοση, ο Κατσαντώνης την ώρα του μαρτυρίου τραγουδούσε τραγούδια της λευτεριάς. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώθηκε και ο αδερφός του Γιώργος, αλλά και τα πέντε παλικάρια του. Τα πτώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ.
Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε για τον μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη:
«Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
Κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε.
Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια,
Νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια
Και κείνος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:
Χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη
Δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτία, σφυρί κι αμόνι.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Βακαλόπουλος Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204 – 1985, Θεσσαλονίκη, 2005
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, συλλ. Έργο, ΙΒ’ τομ. (1821-1830), Αθήνα, 2000
Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τομ. Α’, Αθήνα, 2021
Μπουμπουρής Κ., Κατσαντώνης, εποποιία και θρύλος, 2020
Σταμέλος Δ., Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς, 2008