Προσβάσιμη σελίδα

Η πατρική αγάπη τα συγχωράει όλα!

Πρωταγωνιστές στην πολύ γνωστή αυτή παραβολή είναι ο πατέρας, ο μεγαλύτερος αδελφός και ο μικρότερος. Κάθε πρόσωπο έχει τον δικό του χαρακτήρα και τα δικά του χαρακτηριστικά. Και τα τρία όμως εμπλέκονται άμεσα στο θέμα της μετάνοιας. Ας δούμε πώς.

Ο μικρότερος αδελφός, ο κατόπιν άσωτος, έκανε πλήθος άτοπων και άστοχων ενεργειών:

1η Ζητάει το μερτικό του στα  ξαφνικά  και φεύγει χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα.

2η Σπαταλά όλη του την περιουσία «ζῶν ἀσώτως».

3η Από αρχοντόπουλο γίνεται δούλος και αναγκάζεται να ζει με τα γουρούνια και να τρώει από την τροφή τους.

Και αφού έφτασε στην έσχατη ένδεια θυμάται τη ζωή που έκανε στο πατρικό του σπίτι και από δούλος που κατάντησε, ζητάει να γίνει μισθωτός στον πατέρα του, γιατί πιστεύει ότι δεν αξίζει να είναι γιος του. Κι όμως ο πατέρας τον ξαναφέρνει και πάλι στην προηγούμενή του θέση και τον κάνει γιο του.

Το πρώτο που έκανε τον άσωτο να θυμηθεί το πατρικό του σπίτι ήταν βέβαια ότι δεν είχε ψωμί να φάει και έτρωγε τα ξυλοκέρατα που τα είχαν για τα γουρούνια. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Απογοητεύτηκε από τους φίλους και τις γυναίκες που γνώρισε, γιατί μόλις τελείωσαν τα λεφτά του, δεν ήθελαν να τον ξέρουν. Εξάλλου για να ξοδέψει όλη του την περιουσία σημαίνει ότι τίποτα δεν τον ικανοποιούσε και γι  αυτό ξόδευε συνέχεια, ώσπου τέλειωσαν όλα του τα χρήματα. Κι  άλλες περιουσίες να  είχε, κι  αυτές θα τις ξόδευε, και πάλι δεν θα ήταν ικανοποιημένος. Ένιωθε ψυχικό και πνευματικό κενό, πράγμα που δεν είχε, όσο ήταν στο πατρικό του σπίτι. Αυτήν την οικογενειακή θαλπωρή και την ήσυχη ζωή τη θεωρούσε δεδομένη, πληκτική και όχι ενδιαφέρουσα. Όμως όταν την έχασε, την νοστάλγησε, αλλά δεν τολμούσε να τη διεκδικήσει, γιατί πίστευε ότι δεν του άξιζε. Μετάνιωσε πικρά γι  αυτά που έκανε, αλλά πίστευε ότι δεν μπορούσε να  διορθώσει τα πράγματα.

Ο πατέρας χαρακτηρίζεται άψογος ως  πατέρας, γιατί δεν φέρνει αντιρρήσεις στην απαίτηση του μικρότερου  γιού του να του δώσει το μερτικό της περιουσίας του. Δεν τον ρωτάει τι το θέλει, δεν τον ρωτάει πού πηγαίνει, γιατί σεβάστηκε την ελευθερία της βούλησής του. Δεν τον ρωτάει αργότερα πού ξόδεψε την περιουσία που πήρε, απλώς τον δέχεται και πάλι σαν γιο του και όχι μόνο. Τον φανταζόμαστε να κάθεται με τις ώρες στο παράθυρο του πάνω ορόφου, για να είναι ψηλά και να βλέπει μακριά, να τον περιμένει στην στροφή του δρόμου και μόλις τον βλέπει δεν περιμένει να έρθει σ’  αυτόν αλλά αυτός τρέχει στο γιο του με λαχτάρα, τον αγκαλιάζει, τον ντύνει και πάλι σαν αρχοντόπουλο, του δίνει το δαχτυλίδι της υιοθεσίας στο χέρι, παπούτσια στα πόδια και σφάζει το μόσχο τον σιτευτό. Όλα τα περίμενε ο άσωτος γιος, αλλά τέτοια υποδοχή σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να την φανταστεί.

Ο φιλόστοργος Πατέρας δέχθηκε τον άσωτο «με ανοιχτή αγκαλιά επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής.   Όταν χρειάζεται να σώσεις τον χαμένο, δεν είναι καιρός δικαστηρίων, άλλα φιλανθρωπίας και συγγνώμης μόνον. Και αν χρειαζόταν να τιμωρηθεί, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.   Γι’ αυτό ο Πατέρας δεν είπε εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν θυμήθηκε το ότι κατέφαγε την περιουσία Του, αλλά ότι περιέπεσε σε αμέτρητες συμφορές» (Ιωάν. Χρυσόστομος).  

Ο μεγάλος γιος είναι ο καλός γιος, ο εργατικός, ο υπάκουος, αυτός που δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στον πατέρα του. Έχει την αίσθηση ότι είναι σωστός, αφού κάνει σωστά πράγματα κι έτσι, όταν έμαθε ότι ήρθε ο άσωτος αδελφός του αντί να χαρεί, λυπάται και παραπονιέται στον πατέρα του ότι δεν είναι δίκαιος. Όμως συμπεριφορά του ήταν  απάνθρωπη και αφιλάδελφη, αφού πίστευε ότι ήταν καλός, ενώ ήταν δούλος της εγωπαθείας του και βασανίζονταν  από τον φθόνο για τον αδελφό, που τον συγχώρεσε ο πατέρας του. Και νομίζει πως έχει δίκιο, αλλά ο πατέρας του έχει άλλη γνώμη, γιατί αλλιώς σκέπτεται. Η πατρική αγάπη τα συγχωράει όλα και εκείνο που  νοιάζει τον πατέρα είναι ότι και ο άλλος ο γιος του, ο μικρότερος, που έλειπε τόσα χρόνια, ξαναγύρισε πίσω και είναι τώρα κοντά του. Η αδελφική αγάπη δεν μπορεί να φτάσει την πατρική, γιατί αυτή δεν στηρίζεται στην πραγματική αγάπη αλλά στη λογική και μάλιστα στη λογική του συμφέροντος. «Έφαγε τη δικιά του περιουσία, τώρα ήρθε να φάει και τη δικιά μου περιουσία» σκέφτεται.

Κοιτάξτε πώς οι «δίκαιοι», ο Φαρισαίος και ο μεγαλύτερος αδελφός του Τελώνη,  χάνουν την δικαίωση μέσα από τα χέρια τους, ενώ οι αμαρτωλοί, Τελώνης και Άσωτος, δικαιώνονται. Τι κρίμα! Πόσο πρέπει να προσέχουμε εμείς οι «θρησκευόμενοι», γιατί ο Κύριος είπε: «αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Η πρόταξη αυτή των τελωνών και των πορνών, που ήταν αναμφισβήτητα ανήθικοι και άδικοι άνθρωποι της κοινωνίας τους, δε σημαίνει βράβευση της ανηθικότητας και της αδικίας. πολύ περισσότερο δε σημαίνει αποδοκιμασία της δικαιοσύνης και της αρετής. Η πρόταξη αυτή σημαίνει βεβαίωση της καθολικής αφέσεως που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο που μετανοεί πραγματικά. Στον άνθρωπο που κατανοεί την αναξιότητά του και επικαλείται το έλεος του Θεού.

Η παραβολή αυτή έχει συμβολική ερμηνεία.

Ο μεγαλύτερος αδελφός είναι η Παλαιά Διαθήκη, η οποία απαιτούσε πιστή εφαρμογή του νόμου και δεν γνώριζε από ευσπλαχνία, οίκτο και συγγνώμη. Ο μικρότερος αδελφός είναι ο άνθρωπος, που μετά τον ερχομό του Χριστού κερδίζει  τη  συγχώρηση και γεύεται τη Χάρη του Θεού. Πατέρας είναι ο Θεός Πατέρας, ο οποίος σέβεται την ελευθερία του  ανθρώπου και δεν του αρνείται αυτά που δικαιούται, ούτε τον ελέγχει γι αυτά που έχασε και τις ασωτίες που έκανε. «Χαρά μεγάλη γίνεται επί ενί αρματωλώ μετανοούντι» διακηρύσσει ο Κύριος. Ο μεγαλύτερος αδελφός δεν μετάνιωσε και έμενε έξω από το σπίτι του Θεού αμετανόητος, θυμωμένος και απόμακρος. Ο μικρότερος παρόλο ότι έκανε τόσες ασωτίες, μετάνιωσε και  ξαναγύρισε πάλι στο σπίτι του Θεού και ξανάζησε την προηγούμενη θαλπωρή. Ο πατέρας αμείβει τον εργατικό μεγαλύτερο γιο με την παρουσία του, με την ήσυχη ζωή που κάνει, με τη δυνατότητα να έχει όποια ευχαρίστηση θέλει, αλλά αγκαλιάζει και τον πονεμένο, τον στερημένο, τον μετανιωμένο μικρότερο γιο. Πόση ευσπλαχνία και  πόση αγάπη κρύβει αυτή η πατρική αγάπη του Θεού!

Η παραβολή αυτή παρουσιάζει τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία αυτού του κόσμου και μας δείχνει το μέγεθος της αγάπης του Θεού και της έμπρακτης ευσπλαχνίας του. Η Εκκλησία με την παραβολή του Ασώτου έρχεται να μας θυμίσει ότι κι εμείς είμαστε εξόριστοι, μας κάνει να αναλογιστούμε την αποξένωσή  μας από τον Θεό και το δέσιμό μας με τη ζωή του κόσμου, και να γεννήσει έτσι μέσα μας τη βαθιά επιθυμία της μετάνοιας και της επιστροφής, την επιθυμία να ξαναβρούμε το πατρικό σπίτι και τις θείες δωρεές που σκορπίσαμε και ξοδέψαμε άσωτα, προτιμώντας τη «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.

Λάβαμε από τον Θεό θαυμαστά πλούτη. Πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαιρόμαστε, να την ομορφαίνουμε με νόημα, αγάπη και γνώση. Με το Βάπτισμα λάβαμε νέα ζωή εν χριστώ, τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας, τη δύναμη να είμαστε τέκνα Θεού. Όλα αυτά τα χάσαμε και τα χάνουμε διαρκώς, όχι μόνο με συγκεκριμένες αμαρτίες, αλλά με την μεγαλύτερη αμαρτία, την απομάκρυνση της αγάπης μας από τον Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του πατέρα.

Η παραβολή του ασώτου νομίζω δείχνει τα εξής:

  1. Ότι όσο κι αν πέσει ο άνθρωπος, πάντα υπάρχει ελπίδα και δυνατότητα να συνέλθει και να σηκωθεί.
  2. Ότι όσο και αν αμαρτήσουμε, όσο και αν λυπήσουμε το Θεό, όσο και αν Τον πικράνουμε με τα λόγια και τις πράξεις μας, αυτός μας περιμένει να γυρίσουμε, για να μας συγχωρέσει, γιατί το έλεός του είναι ανεξάντλητο. Στενοχωριέται για κάθε μέρα που είμαστε μακριά Του.
  3. Ότι αν πραγματικά συνέλθουμε και μετα-νοήσουμε, η άφεση και η ευλογία του Θεού μας δίδεται απλόχερα και ο ουρανός πανηγυρίζει τον άνθρωπο που ξανακερδήθηκε από το Θεό.

Ακούστε τώρα πώς περιγράφουν τα ιερά λειτουργικά κείμενα της Κυριακής του Ασώτου κυρίως τον άσωτο, ο οποίος είναι το κατεξοχήν πρωταγωνιστικό πρόσωπο, και πώς ο υμνωδός καλεί τους πιστούς να διδαχτούν από την μετάνοια του ασώτου:

«Ὢ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτόν ἐστέρησα! ὢ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! τόν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅν περ ἔλαβον, τήν ἐντολήν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχή! τῷ πυρί τῷ αἰωνίῳ λοιπόν καταδικάζεσαι· διό πρό τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ. Ὡς τόν Ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καί ἐλέησόν μ». 

«Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπό σοῦ μή ἐγκαταλίπῃς με, μηδέ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου· ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με, καί ᾖρέ μου τόν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα, ἀναστάς οὖν, ἐπιστρέψας πρός σέ ἐκβοῶ· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ δι’ ἐμέ ἐν Σταυρῷ τάς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρός ἀφαρπάσῃς με, καί τήν πρώτην στολήν ἐπενδύσῃς με, ὡς μόνος πολυέλεος».