Πού εγνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος, πως είσαι τόσο καλός Δεσπότης, ώστε να νοιώσω πόθον για σένα;

25 Απριλίου 2023

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ο Φώτης Κόντογλου μεταφράζει άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.

 

«Προσκυνώ, πέφτω στα γόνατα και σε ευχαριστώ, Κύριε του παντός και πανάγιε Βασιλεύ, γιατί με ελέησες, εμένα που δεν ήμουν άξιος του ελέους σου, και με δόξασες, και με ετίμησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες.

Κι όλα τα πάντα τα δημιούργησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες.

Κι όλα τα πάντα τα δημιούργησες δ’ εμένα τον άνθρωπο, που είμαι κατ’ εικόνα και καθ ’ ομοίωσίν σου, και με κατέστησες βασιλέα επάνω εις όλα τα επίγεια, εις δόξαν της μεγαλωσύνης και της αγαθότητάς σου.

Πού εγνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος, πως είσαι τόσο καλός Δεσπότης, ώστε να νοιώσω πόθον για σένα;

Πού γνώριζα εγώ πως φανερώνεις τον εαυτό σου σ’ εκείνους που έρχονται σε σένα, ακόμα και τον καιρό που ζούνε μέσα σε τούτον τον κόσμο, για να ζητήσω με πόθον να σε δω;

Πού και πώς ήξευρα, εγώ ο δυστυχής, πώς λαμβάνουν το Πνεύμα σου το Άγιο όσοι πιστεύουνε σε σένα;

Πού ήξευρα εγώ, Δέσποτα, πως εσύ που είσαι αόρατος και αχώρητος, βλέπεσαι και χωρείς μέσα μας;

Πού ημπορούσα ποτέ να σκεφθώ πως εσύ, ο Κύριος που έκτισες τα σύμπαντα και που έπλασες τους ανθρώπους, ενώνεσαι μ’ αυτούς, και τους κάνεις θεοφόρους και υιούς σου,
ώστε να ποθήσω και να ζητήσω να τα λάβω από εσένα;

Πού ήξευρα, Κύριε, τέτοιον Θεόν, τέτοιον Δεσπότην, τέτοιον προστάτην, τέτοιον πατέρα και αδελφό και βασιλέα, εσένα που φτώχεψες για μένα και που ελαβες δούλου μορφή;

Αληθινά, Δέσποτά μου φιλάνθρωπε, τίποτα απ’ αυτά δεν εγνώριζα ολότελα.

Επειδή, κι αν έτυχε να διαβάσω στις Άγιες Γραφές γι ’ αυτά, νόμιζα πως ειπωθήκανε για κάποιους άλλους, ή για κάποια άλλα πράγματα, κι όχι γι’ αυτά πού είδα, κ’ ήμουνα αναίσθητος, και δεν ένοιωθα τα γραμμένα, μήτε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω την έννοια που είχαν.

Επειδή άκουσα από τον απόστολο Παύλο, που έκραζε κ’ έλεγε «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ήτοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», και νόμιζα πως είναι αδύνατο να έλθει σε θεωρία* ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ακόμα με το σώμα, και θαρρούσα πως μοναχά σ’ εκείνον έδειξες αυτά τα θαυμαστά πράγματα, κάνοντάς του χάρη, και δεν ήξευρα, ο ταλαίπωρος, πώς αυτό γίνεται από σένα σε όλους που σε αγαπούν.

Αλλά, από πού και πώς μπορούσα να γνωρίζω, πως καθένας που πιστεύει σε σένα γίνεται μέλος σου, και πως αστράφτει με την χάρη σου;

Ποιος να πιστέψει ένα τέτοιο παράδοξο πράγμα, να γίνει μακάριος, γενόμενος μακάριο μέλος του μακαρίου Θεού;

Πού ήξευρα εγώ, πως εσύ γίνεσαι άρτος αθάνατος κι άφθαρτος, αντί της αισθητής τροφής που γευόμαστε, άρτος αχόρταγος σ’ εκείνους που σε πεινούν και σε ποθούν, και
πηγή αθάνατη σε κείνους που σε διψούν, και φόρεμα λαμπρότατο σ’ εκείνους που φορούνε για σένα ταπεινά και φτωχά φορέματα;

Άκουσα να τα λέγουν αυτά εκείνοι που κηρύττουν το Ευαγγέλιό σου, πλην νόμιζα πως γίνονται μοναχά στη μέλλουσα ζωή κ’ ύστερα από την κοινή ανάσταση, και δεν ήξευρα πως και τώρα γίνονται σε μας, που έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη απ’ αυτά».

* Θεωρία είναι η αποκάλυψη των μυστηρίων του Θεού, που γίνεται με τις πνευματικές αισθήσεις.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Ευλογημένο καταφύγιο» των εκδόσεων Ακρίτας.