Ο ανθρωπισμός του Αριστοτέλη

10 Μαΐου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=372045)

Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με όλα τα επιστημονικά πεδία και γι’  αυτό είναι θεμελιωτής των περισσοτέρων  επιστημών. Ο Μ. Αλέξανδρος είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη, ο οποίος του ενεφύσησε τον ζήλο για την Γνώση, γι’ αυτό και το επιστημονικό του επιτελείο στις εκστρατείες του μελετούσε όλα τα φυσικά φαινόμενα. Ο ζήλος όμως αυτός δεν ήταν χρησιμοθηρικός, όπως των αρχαίων Αιγυπτίων, αλλά καθαρά επιστημονικός, δηλαδή καθαρά ανθρωπιστικός, διότι όλες αυτές οι γνώσεις πίστευε ότι θα προάγουν την ζωή του ανθρώπου και θα την καλυτερεύσουν.  Πράγματι τα επιστημονικά επιτεύγματα προάγουν την ζωή του ανθρώπου, φτάνει να συνοδεύονται από την ηθική, την τιμιότητα και την αλήθεια.

Οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης  

 Τρεις είναι οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης κατά τον Αριστοτέλη:

Η οικογένεια (οίκος), που οφείλει την αιτία της δημιουργίας της στο ένστικτο της αναπαραγωγής και στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και έχει ως σκοπό τη συνέχιση του είδους και την ικανοποίηση των καθημερινών βιοτικών αναγκών, όπως για παράδειγμα της τροφής,  της ενδυμασίας, της κατοικίας, της προστασίας των μελών της κλπ.

Το χωριό ( η κώμη), που δεν είναι κάτι διαφορετικό παρά μια φυσική ανάπτυξη της οικογένειας  και σχηματίζεται για την  ικανοποίηση  αναγκών που υπερβαίνουν τις καθημερινές ανάγκες, οι οποίες, αν και δεν κατονομάζονται, μπορούμε να φανταστούμε τον μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας και επομένως την ικανοποίηση μεγαλύτερου φάσματος αναγκών, όπως η προστασία από επιθέσεις άλλων ανθρώπων ή ζώων, αλλά και άλλων πνευματικών αναγκών, όπως λατρευτικών χωρίς όμως τυπικό λατρείας, ή δικαιοσύνης χωρίς μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης.

Η πόλη η οποία είναι το τέλος των δύο προηγούμενων κοινωνιών, δηλαδή η ολοκλήρωσή τους, η οποία χαρακτηρίζεται από την αυτάρκεια, δηλαδή τη δυνατότητα εξασφάλισης όχι μόνο των βιοτικών αλλά και των πνευματικών αναγκών στην πλήρη τους μορφή, γι’ αυτό και η πόλη, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, δε δημιουργήθηκε για να εξασφαλίζει μόνο το «ζήν», δηλαδή τη βιολογική ζωή, αλλά και το «ευ ζην», δηλαδή την ανώτερη πνευματική ζωή.

Προορισμός του ανθρώπου κατά τον Αριστοτέλη είναι η «τελείωση», να φτάσει δηλαδή ο άνθρωπος στην ολοκλήρωση. Γι’  αυτό επικαλείται την «τελειότητα» δηλαδή την ολοκλήρωση της φύσης.  Η φύση είναι τέλεια,  διότι από μόνη της φτάνει στο τέλος,  στην ολοκλήρωσή της, αφού πάρει την τελική της μορφή ύστερα από τη φυσική της εξέλιξη (εντελέχεια).   Η ολοκλήρωση όμως του ανθρώπου δεν είναι μόνο βιολογική αλλά και πνευματική, πράγμα που συντελείται  με την διεργασία που γίνεται μέσα στην πόλη. Εφόσον η πόλη, που είναι μια φυσική οντότητα, είναι μια τέλεια κοινωνία με απόλυτη αυτάρκεια, οργανωμένη  με τους θεσμούς και τα συστήματα διοίκησης, αποτελείται από ανθρώπους, που είναι τα μέρη του ευρύτερου συνόλου της πόλης.   Εξ αυτού ο Αριστοτέλης συμπεραίνει ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον, επειδή συμμετέχει και λειτουργεί μέσα σε αυτό το οργανωμένο πολιτικό σύστημα.

Ο στόχος της πόλης

Ο Αριστοτέλης θεωρεί την πόλη ως μια κοινωνία που έχει ως στόχο της το αγαθό, το καλό. Το αλάνθαστο κοινωνικό αίσθημα, που στηρίζεται στη λογική, δεν μπορεί να μην επιδιώκει το καλό, το ωφέλιμο, το συμφέρον. Μπορεί μερικοί άνθρωποι να θέλουν το κακό, αλλά οι άνθρωποι στο σύνολό τους δεν μπορεί να μη θέλουν και να μη επιδιώκουν το καλό. Αυτό ο Αριστοτέλης το θεωρεί δεδομένο.  Ποιο είναι λοιπόν το κυριότερο από όλα τα αγαθά  που  οδηγεί στην ευδαιμονία, η οποία αποτελεί το στόχο και της κοινωνίας και του ανθρώπου; Το πιο σημαντικό  στη ζωή είναι η αρετή,  γιατί αυτή οδηγεί στην ευδαιμονία και στην ευτυχία του ανθρώπου. Αυτός είναι  ή τουλάχιστον πρέπει να είναι ο στόχος και της πολιτείας και κατ’  επέκταση και όλων των  πολιτών. Αυτό είναι το συμφέρον και της πόλης και των ιδιωτών και προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να προσανατολίζουν όλες τους τις δραστηριότητες.

Ατομικό και κοινωνικό συμφέρον

Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται ο άνθρωπος να βάζει το κοινωνικό συμφέρον πιο πάνω από το ατομικό. Όταν λέμε ατομικό συμφέρον, συνήθως εννοούμε το κακώς εννοούμενο ατομικό συμφέρον, το οποίο εξασφαλίζεται με την εκμετάλλευση, την αδικία, την παρανομία. Το καλώς όμως εννοούμενο ατομικό συμφέρον, το συμφέρον που επιδιώκουμε με όλα τα νόμιμα μέσα, είναι όχι μόνο δικαίωμά μας αλλά και υποχρέωσή μας να το υπερασπιστούμε.  Υπάρχει όμως και το κοινωνικό συμφέρον, το οποίο παράλληλα με το καλώς εννοούμενο ατομικό συμφέρον πρέπει να το επιδιώκουμε, διότι η επιδίωξη και του κοινωνικού συμφέροντος εξυπηρετεί έμμεσα και το ατομικό συμφέρον.  Για παράδειγμα, ποιο άτομο θα μπορούσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ένα λιμάνι, ένα αεροδρόμιο, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο κλπ., ενώ το κράτος με τη φορολογία που επιβάλλει, αν κάνει σωστή διαχείριση, μπορεί όλα αυτά να τα εξασφαλίσει προς όφελος όλων των πολιτών.

Το ατομικό συμφέρον είναι συνδεδεμένο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και επειδή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης δεν το αποχωρίζεται ποτέ ο άνθρωπος, γι’  αυτό και το ατομικό συμφέρον θα συνοδεύει πάντα τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος με την λογική που διαθέτει θα πρέπει να υποτάσσει το ατομικό στο γενικό και κοινωνικό συμφέρον, διότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει πολύ περισσότερα. Αυτό εξάλλου σημαίνει κοινωνία, όπου το άτομο φεύγει από την ατομικότητά του και πηγαίνει να συναντήσει τον άλλο άνθρωπο, για να κοινωνήσει και να επικοινωνήσει μαζί του. Τότε παύει ο άνθρωπος να ενεργεί ως άτομο και ενεργεί ως πρόσωπο κι έτσι γίνεται   αποδεκτό  από τα άλλα μέλη της κοινωνίας.

          Ο Αριστοτέλης όμως είναι όχι μόνο αυστηρός αλλά και σκληρός για τον άνθρωπο οποίος δεν θέλει να συμμετάσχει σε αυτήν την πολιτική  της  πόλης. Όποιος δεν θέλει να ζει μέσα σε κοινωνία, η οποία απαιτεί περιορισμό της απόλυτης ελευθερίας μας και προσαρμογή στους νόμους και τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης, όποιος δεν έκανε αυτές τις μικρές θυσίες για να κερδίσει τα αγαθά της κοινωνικής συμβίωσης, δεν μπορεί να σέβεται, να εκτιμά, να πονά το συνάνθρωπό του, αλλά έχει άγριες, εχθρικές διαθέσεις και προξενεί πολέμους.  Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να τιμωρείται. Έτσι ο Αριστοτέλης εγκρίνει την τιμωρία των παρανομούντων ύστερα από δίκαιη κρίση.

 

(Συνεχίζεται)