Ευτάκτως και ομοτίμως

25 Αυγούστου 2023

Εξ αφορμής της εγκυκλίου του σεβ. Μητροπολίτου Αιτωλίας , περί του κηρύγματος και του θορύβου που προέκυψε από όσους θεωρούν τους εαυτούς των «ειδικούς» και επ΄ αυτού του θέματος και κυρίως από όσους θεωρούν ότι τους στερείται το δικαίωμα του λόγου στην εκκλησία, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις από την εμπειρία ενός δασκάλου που για τριάντα χρόνια διακονεί την θεολογική επιστήμη και δη στο αντικείμενο της Ομιλητικής και της Αισθητικής της Λατρείας και βέβαια δεν στηρίζεται στις προσωπικές του απόψεις , αλλά στη διδασκαλία των Πατέρων και των σοφών δασκάλων μας. Συχνά πάντως λησμονείται το γεγονός ότι το κήρυγμα, δηλαδή το «Ευαγγελίζεσθαι», δεν είναι ούτε ατομικό δικαίωμα, ούτε έμφυτο τάλαντο, ούτε ατομική υπόθεση διδαχής,  αλλά δωρεά που δόθηκε από την Εκκλησία και δη στον επίσκοπο την ημέρα της χειροτονίας του «εις το ιερουργείν τον λόγον της αληθείας»(ευχή χειροτονίας). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το κήρυγμα είναι αποκλειστικό έργο του Επισκόπου και αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι η χειροτονία του Επισκόπου τελείται στο πρώτο μέρος της Θείας Λειτουργίας, στην λεγομένη Λειτουργία του λόγου, γιατί το κήρυγμα κατά την Πατερική μας παράδοση είναι το «μυστήριο του κεκλασμένου λόγου» που αντιστοιχεί με το μυστήριο του «κεκλασμένου άρτου», δηλαδή της θείας κοινωνίας. Επομένως και αυτός ο Επίσκοπος ακόμα δεν έρχεται «καθ΄υπεροχήν λόγου ή σοφίας, αλλ΄εν αποδείξει πνεύματος και δυνάμεως Θεού» (Α΄ Κορ. 2, 1-4). Είναι χαρακτηριστικά αυτά που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «το διαλέγεσθαι περί Θεού, ούτε παντός ανθρώπου , ούτε παντός καιρού» και συμπληρώνει: «Μέγα το περί Θεού λαλείν, αλλά μείζον το εαυτόν καθαίρειν, επειδή εις κακότεχνονψυχήν σοφία ουκ εισελεύσεται» και προτείνει : «καθαρθήναι δη πρώτον και είτα καθάραι, σοφισθήναι και είτα σοφίσαι». Αυτές είναι και οι προϋποθέσεις για όποιον ορέγεται να γίνει δάσκαλος του λαού του Θεού.

Σχετικά με το θέμα που προέκυψε, καλώς και καθηκόντως ο σεβασμιότατος Αιτωλίας έδειξε το πατρικό του ενδιαφέρον για την τροφοδοσία του λαού που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Δεν έκανε κάτι ξένο και άγνωστο στη ζωή της Εκκλησίας, όπου όλοι γνωρίζουμε ότι χρέος του επισκόπου είναι να νουθετεί τον λαό και να διδάσκει τον λόγο της αληθείας, όπως το ρυθμίζει και ο νη’ κανόνας των Αγίων Αποστόλων, αλλά και ιθ΄ της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή λοιπόν ο Επίσκοπος δεν επαρκεί να βρίσκεται παντού παρών για τη διδαχή και την διερμηνεία του Ευαγγελικού λόγου, αναθέτει σε προσοντούχους κληρικούς τη διακονία του λόγου ή συντάσσει τον λόγο και είναι αυτό ένας έμμεσος τρόπος επικοινωνίας με τον λαό της επαρχίας του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που οι Πατέρες μας συνέγραψαν Κυριακοδρόμια ή Εορτοδρόμια, για να καλύψουν αυτό το θέμα επαρκώς.

Αυτό είναι μια πρακτική γνωστή σε όλους ασχολούνται με την ομιλητική και το κήρυγμα και γίνεται εδώ και χρόνια κυρίως σε περιοχές όπου όλοι οι ιερείς  δεν έχουν το χάρισμα της συγγραφής ενός κηρύγματος, ή είναι ολιγογράμματοι. Άρα ο Επίσκοπος έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη διακονία του λόγου. Μη ξεχνάμε οτι παλαιότερα υπήρχε (όπως και τώρα) ειδική τάξη ιεροκηρύκων που έργο τους ήταν η διδαχή του λαού. Από το να λέει ο καθένας ό,τι θέλει και να προσπαθεί σε ένα κήρυγμα να λύσει το Κυπριακό, το Μακεδονικόκαι ό,τι απασχολεί τον κάθε ιερέα, ακόμα και τις προσωπικές απόψεις , ή να αναπαράγει τις εμμονές του, καλύτερα θα είναι να υπάρχει το γραπτό κήρυγμα.

 Άλλωστε αυτό το διδάσκουμε και στις θεολογικές σχολές και δεν θεωρείται φίμωση των ιερέων αλλά προστασία τους από λάθη και προσωπικές απόψεις!!!Kατά την Πατερική παράδοση και τους κανόνες ο Επίσκοπος-όντας τύπος του Χριστού- είναι ο αποκλειστικός διάκονος του λαού ο οποίος εκχωρεί το δικαίωμα αυτό σε διακεκριμένους πρεσβυτέρους που έχουν τη δυνατότητα της διερμηνείας του λόγου.

Η εκκλησία δέχεται το κήρυγμα μόνο ως διερμηνεία του λόγου  της Αγίας Γραφής, ή τη διερμηνεία του δόγματος και της προβολής των αγίων, γι αυτό και τοποθετεί λειτουργικά το κήρυγμα στην καρδιά της λατρείας, αμέσως μετά τα αναγνώσματα, που σημαίνει ότι κανένας άλλος λόγος, και για κανέναν λόγο, δεν μπορεί να παρεισφρήσει και να ταράξει το μυστήριο της ευχαριστίας.

 Η αυτονόμηση του λόγου από τη λατρεία, ο υπερτονισμός του και το ξεστράτισμά του, οδηγούν  σε δρόμους Προτεσταντικούς. Γι αυτό η Εκκλησία έθεσε Επισκόπους για να υπάρχει η θεσμοθέτηση ορίων, «αλλήλοις υποχωρούμεν εν τάξει νόμω και λόγω φύσεως».(Γρηγόριος Θεολόγος) .Καλό θα είναι όσοι ενδιαφέρονται να προβληθούν ως δάσκαλοι της Εκκλησίας, να μελετήσουν τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Περί της εν ταις διαλέξεσιν ευταξίας» ( MignePG 36,173) και ας απαντήσουν στα ερωτήματα που θέτει ο άγιος σ΄ αυτούς που νομίζουν πως ο δικός τους λόγος  σώζει και όχι ο Χριστός που ενεργεί δια του μυστηρίου του λόγου και της Ευχαριστίας. «Συ τίναςέθρεψας εξ ουρανού; Ποίον ύδωρ εκ πέτρας δέδωκας; Ποίανέρρηξας θάλασσαν ράβδω; Τίνα λαόν διήγαγες ως δια ξηράς; Τίνας εχθρούς κατεπόντισας;  Τίναςστύλω και νεφέλη οδήγησας; Αν νομίζεις ότι είσαι Μωυσής, μπες  μέσα στη νεφέλη και μίλα με τον Θεό…»! (PG,36,192).

Kαι τέλος ας αναλογιστούμε, με τα τόσα φλύαρα και άτοπα κηρύγματα που ακούμε και τις τόσες «ευλαβείς»κηρυκτικές δράσεις που γίνονται, γιατί άραγε το ποσοστό του λαού που εκκλησιαστικοποιείται παραμένει χαμηλότατο; Δεν είναι τα λόγια που σώζουν αλλά η χάρις του Αναστάντος  Κυρίου. Ο άνθρωπος που μιλά στο Θεό, σωπαίνει στους ανθρώπους διδάσκοντας με τις πράξεις του. Όσοι λοιπόν επιθυμούν διδασκαλικό αξίωμα , δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν τον Θεολόγο Γρηγόριο : «Καθαρθήναι δει πρώτον και είτα καθάραι, σοφισθήναι  και είτα σοφίσαι, γενέσθαι φως και είτα φωτίσαι». Όλα μέσα στην Εκκλησία λειτουργούν «ευτάκτως και ομοτίμως» κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Γιατί θα πρέπει να παραβλέψουμε αυτή την ευταξία και την ομοτιμία, χάρις της αυτονόμησης;

   «Μη πάντες ώμεν γλώσσα , το ετοιμότατον, μη πάντες Απόστολοι…» (Κανών ξδ΄ της Πενθέκτης)