Δάκρυα λύπης και χαράς στην πορεία της ψυχής προς τον Θεό, κατά τον Αγ. Ισαάκ τον Σύρο

14 Σεπτεμβρίου 2023

Η ζωή του χριστιανού, όπως βλέπουμε στις Γραφές να τη θέλει ο Θεός, οφείλει να είναι μια σταδιακή αύξηση, που όμως περιλαμβάνει αναπόφευκτα εμπόδια, παρακάμψεις, περισσότερο ή λιγότερο ευρείες, φωτεινά και σκοτεινά τμήματα, σκιές και παρασκιές. Εντούτοις αυτή αποβλέπει σε ένα πράγμα: στο μέτρο της ηλικίας του τέλειου ανθρώπου, δηλαδή στο μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (πρβλ. Εφ. 4: 13). Σε όλες τις θρησκείες του κόσμου μπορεί κανείς να βρει αυτή την αναζήτηση της τελειότητας, οι οποίες αφθονούν σε συμβολικές λεπτομέρειες, σε αλχημικές συνταγές, σε μεθόδους γεμάτες υποσχέσεις, αλλά παραλείπουν τη θεμελιώδη αλήθεια, που είναι γνωστή μόνο από την Αποκάλυψη: Ο Θεός έγινε σάρξ εν Χριστώ Ιησού και η τελειότητα συνίσταται στην ένωση μαζί Του και στην πλήρη αφομοίωση στο μυστικό του σώμα,  την Εκκλησία.

Επομένως, ένας προσεκτικός ερευνητής μπορεί να παρατηρήσει ότι η πορεία της ψυχής προς την τελειότητα όπως την περιγράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εσωτερικοί ή ακόμη και οι αποκρυφιστικοί χάρτες ενός υποτιθέμενου ταξιδιού προς την τελειότητα μπορεί να έχουν κοινά στοιχεία, αλλά και ότι αυτές οφείλονται στη γενική ανθρώπινη φύση. Κάθε πνευματική προσπάθεια περιλαμβάνει ορισμένες μεταμορφώσεις οι οποίες, μέχρι ενός σημείου, σχετίζονται με την κοινή ανθρώπινη φύση και αποτελούν μέρος του κοινού ταμείου της ανθρωπότητας. Ωστόσο αυτό που ο Χριστιανισμός κατέχει προνομιούχα είναι η μυστηριακή παρουσία του Χριστού στον χριστιανό και το απολύτως απαραίτητο έργο της μετάνοιας ως κινητήρια δύναμη της προόδου προς την εν Χριστώ τελειότητα. Ο ίδιος ο Χριστός παρουσίασε τη μετάνοια ως θεμελιώδες έργο προετοιμασίας για την υποδοχή της βασιλείας του Θεού (πρβλ. Μαρκ. 1:15).

Με όλη την πληρότητα της εν Χριστώ αποκάλυψης, «αυτό που θα είμαστε δεν έχει φανερωθεί μέχρι τώρα» (Α ́ Ιω. 3:2) στην πληρότητα της εσχατολογικής πραγματικότητας. Ωστόσο, η εμπειρία όλων των γενεών των χριστιανών δείχνει ότι κάθε αποκάλυψη του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι στη ζωή μας μάς εξομοιώνει σταδιακά με Αυτόν, σπάζοντας τα «οχυρά των λογισμών» (πρβλ. Β ́ Κορ. 10, 4-5) και μεταμορφώνοντάς μας «από δόξα σε δόξα» (Β ́ Κορ. 3:18), μέχρις ότου, στα έσχατα, θα γίνουμε όπως Εκείνος, γιατί μόνο τότε θα Τον δούμε καθώς εστί (πρβλ. Α ́ Ιω. 3,  2).

Τα συγγράμματα του Αγίου Ισαάκ, εκτός από διαφόρους άλλους τρόπους ανάγνωσης με τους οποίους μπορούν να μελετηθούν, μπορούν και πρέπει επίσης να διαβαστούν ως ένας πλήρης οδηγός στην εν Χριστώ πνευματική ζωή, ξεκινώντας από τα πρώτα στάδια της αποταγής του κόσμου και φθάνοντας σε εκείνα της τελείας ενώσεως με τον Θεό σε εν θεωρία έκπληξη. Έτσι, μπορεί κανείς να δει πώς ο Ισαάκ ο Σύρος περιγράφει λεπτομερώς τη μετάβαση από την κατάσταση των αμέτρητων δυνατοτήτων της αρχής στη σταδιακή επίτευξη ενός συγκεκριμένου μονοπατιού προς τον Θεό, που χαρακτηρίζεται από ακριβείς προσωπικές πνευματικές εμπειρίες, που παρουσιάζονται από πολλαπλές οπτικές γωνίες από τον Άγιο Ισαάκ. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί την παραδοσιακή ορολογία της Συρο-Ανατολικής Εκκλησίας με τη βοήθεια της οποίας περιγράφει τις εσωτερικές πνευματικές πραγματικότητες και τις καθιστά προσβάσιμες στην κατανόηση μέσω διατυπώσεων που συχνά είναι κλειδωμένες με ποιητικά λουκέτα. Ο Ισαάκ ο Σύρος είναι ο οδηγός ενός «θεϊκού μονοπατιού, σημαδεμένου από τα κουρασμένα πόδια των αγίων» προς αυτό που συμβολικά αποκαλεί «βασιλική πόλη». Σε αυτό το μονοπάτι, λέει, υπάρχουν σημάδια που πιστοποιούν την προσέγγιση στην πόλη, καθώς και σταυροδρόμια, λανθασμένα μονοπάτια, δόλια μονοπάτια, παγίδες, κίνδυνοι και ο πειρασμός να σταματήσουμε σε ενδιάμεσα σημεία του belvedere.

Προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση της περιγραφής της διαδρομής αυτού του ταξιδιού, ο Άγιος Ισαάκ διαιρεί τη διαδρομή, χρησιμοποιώντας διαφορετικούς όρους, που είναι συνώνυμοι από θεολογική άποψη: στάδιο (ܡܫܘܚܬܐ, mšuhta), πολιτεία (ܕܘܒܪܐ, dubara), τάξη (ܬܟܣܐ, taksa), κορυφή (ܐܩܡܐ, aqme) κ.λπ. Κάθε ένα από αυτά τα ονόματα αποτυπώνει μια συγκεκριμένη πτυχή του ταξιδιού,  κάθε στάδιο ξαναρχίζει σε μια νέα διάσταση, όλο και πιο εσωτερικά, το προηγούμενο ασκητικό έργο. Από τα πολλά ορόσημα στα οποία αναφέρεται ο Άγιος Ισαάκ, θα σταθούμε στη συνέχεια σε ένα από τα πιο σημαντικά και ιδιάζοντα στη βιβλική και χριστιανική πνευματικότητα: τα δάκρυα. Αυτά αλλάζουν την ποιότητα και την ποσότητά τους ανάλογα με το στάδιο σε αυτό το μυσταγωγικό μονοπάτι, καθώς υπάρχει μια στενή συσχέτιση μεταξύ του είδους και της ποσότητας των δακρύων και της θέσης που καταλαμβάνει ο μοναχός, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, στη μυστική ιεραρχία.

  1. Η αρχή του ταξιδιού

Η στιγμή όλων των δυνατοτήτων, ενδεχομένων που περιμένουν να πραγματοποιηθούν με την επιλογή του αρχαρίου μοναχού ενός μονοπατιού που του ταιριάζει για να επιτύχει τον σκοπό του, δηλαδή τη ζωντανή γνώση του Θεού και την ένωση μαζί Του, χαρακτηρίζεται από τον Ισαάκ από την απουσία δακρύων και από τον εσωτερικά ξηρό και άκαρπο χαρακτήρα της άσκησης. Στην αρχή του πρώτου σταδίου της πνευματικής ζωής, η άσκηση εξακολουθεί να είναι μια εξωτερική, νομικίστικη άσκηση του σώματος χωρίς τη συμμετοχή της καρδιάς, που επιβάλλεται από τους κανόνες της μονής και τα τυπικά της. Η άσκηση δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί, δεν έχει μεταποιηθεί σε έναν τρόπο σκέψης, σε μια «κατάσταση του νου» και του εσωτερικού ανθρώπου. Ο άνθρωπος στερείται ακόμη την αίσθηση της χάρης και περιορίζεται σε μια ασκητική τεχνική της οποίας οι μυστικοί λόγοι δεν έχουν ακόμη γίνει αντιληπτοί,  αλλά εκτελείται γιατί «έτσι πρέπει να γίνει», «έτσι γίνεται», «έτσι είναι η παράδοση» κ.λπ. Ο Ισαάκ ο Σύρος περιγράφει με πικρά λόγια την πρώτη φάση του ταξιδιού, αποκαλώντας την «το επίτευγμα του ανθρώπου μέσω του εξωτερικού ανθρώπου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο άνθρωπος μέσα του είναι εντελώς άκαρπος»[1]. Σε αυτό το αρχικό στάδιο του ταξιδιού, «όλα τα κρυφά του μοναχού υπηρετούν τον κόσμο» και το έργο του μοναχού είναι σαν το έργο των κοσμικών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν την εν αισθήσει εσωτερική επαφή με τη χάρη και περιορίζονται στην εξωτερική εκπλήρωση κάποιων ασκητικών και ηθικών κανόνων[2].

Μπροστά από εκείνον που βρίσκεται σε αυτό το σημείο του ταξιδιού προς τη βασιλική πόλη ανοίγονται, ως αναρίθμητοι οδοί, όλες οι δυνατές ασκητικές ασκήσεις, μέσω των οποίων, αφού τις δοκιμάσει, ο μοναχός ανακαλύπτει και καλλιεργεί εκείνες τις εν δυνάμει πραγματικότητες που τον καθιστούν μοναδικά και προσωπικά κεκλημένο από Θεό. Αλλά προς το παρόν, σύμφωνα με τον Ισαάκ, η μόνη βεβαιότητα, το μόνο «σημάδι» της προέλασης προς τη βασιλική πόλη είναι η απουσία της εσωτερικής διάστασης της εμπειρίας της χάρης στην καρδιά, έχοντας ως ορατό σημάδι την απουσία δακρύων, από τα οποία μόνο αρχίζει ο άνθρωπος να καρποφορεί[3].

[1] Ισαάκ του Σύρου I, 12, 10 = BD 125, 16.

[2] Cf. Ισαάκ του Σύρου, BD 125, 14.

[3] Ισαάκ του Σύρου Ι, 12, 9-10 = BD 125, 17-18.

(Συνεχίζεται)