Ο τόπος των δακρύων κατά τον Αγ. Ισαάκ τον Σύρο

15 Σεπτεμβρίου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=381712)

1.1. Οι πρώτοι κίνδυνοι και παγίδες

Από αυτή τη στιγμή, εμφανίζεται ένας πρώτος αγώνας στο μονοπάτι του νεαρού αρχάριου: τα τεχνητά διεγερμένα δάκρυα, ψυχολογικού επιπέδου, αυτοπροκαλούμενα, διαφορετικά όμως από αυτά που είναι ο καρπός της παρουσίας της χάρης. Διαβάζοντας για τη σημασία των δακρύων, ο μοναχός μπορεί να μπει στον πειρασμό να επικεντρωθεί στην απόκτησή τους, παίρνοντας τον δρόμο ενός διανοητικού στοχασμού μέσω του οποίου θα διέγειρε στον εαυτό του σκέψεις μετάνοιας, πόνου ψυχής, κατάνυξης, χωρίς όμως ο εσωτερικός του άνθρωπος να είναι ακόμη έτοιμος για τέτοιες εμπειρίες.

Για τον λόγο αυτό εμφανίζεται μια κατάσταση μη κατά Θεόν πνευματικής λύπης, για την οποία ο Άγιος Ισαάκ μας προειδοποιεί ότι δεν οδηγεί στον Θεό, αλλά σε μια στενοχωρία και μια κατάθλιψη της ψυχής μέσω της οποίας ο μοναχός επικεντρώνεται στον εαυτό του, χάνοντας από τα μάτια του τον Θεό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο μοναχός εξακολουθεί να βασίζεται στα ασκητικά του έργα και κόπους και ταυτίζει τις ψυχολογικές του εμπειρίες, που είναι εμπαθείς και επικίνδυνες, με πνευματικές εμπειρίες: «Εσύ, Κύριε,  γνωρίζεις ότι είμαι λυπημένος γιατί οι αμαρτίες μου είναι πάντα ενώπιών Σου. Ένας κρυμμένος κλαυθμός κραυγάζει μέσα μου όταν βλέπω την αδυναμία μου, και παρόλο που θέλω να θεραπεύσω τις αμαρτίες μου μέσα από τους στεναγμούς μου, ιδού, με αυτές συντρέχουν και οι επιθυμίες, οι οποίες μετατρέπουν σε πλάνη τον πόνο της καρδιάς μου και απομακρύνουν το νου μου από την προσευχητική δέηση στην οποία επιμένω, ενώ αναλογίζομαι Εσένα»[1].

Σταδιακά, ο αρχάριος μαθαίνει να επιλέγει, δηλαδή να κατευθύνει τη θέλησή του και την ενέργειά του μέσα στον χώρο του νου και της καρδιάς, σε αυτό που θα τον οδηγήσει προς τα εμπρός στην οδό του ασκητισμού. Στην επιστολή του Ισαάκ προς έναν πνευματικό φίλο, κρατά πάντα τον παραλήπτη του, ο οποίος είναι οποιοσδήποτε αρχάριος στο μονοπάτι του αναχωρητικού βίου, στην ένταση της διαλεκτικής μεταξύ της υποχρεωτικής μοναστικής διάταξης και της ελευθερίας από τον κανόνα, μια διαλεκτική διαδικασία στην οποία είναι απαραίτητο να συνειδητοποιηθεί η στιγμή της απελευθέρωσης από την «κατάρα του νόμου» (Γαλ. 3, 13). Κατά τη διάρκεια της προόδου σε αυτό το πρώτο στάδιο, μία από τις εμπειρίες είναι η συνάντηση με το εσωτερικό σκοτάδι το οποίο, παρερμηνευμένο, μπορεί να οδηγήσει στην παγίδα της απογοήτευσης και της εγκατάλειψης της οδού. Ο αρχάριος εισέρχεται στον πειρασμό να πει στον εαυτό του: «τόσον καιρό κοπίασα και τίποτε δεν βρήκα»[2]. Εδώ χρειάζεται «χρόνος, σταθερότητα και υπομονή»[3] για να γνωρίσουμε στη πράξη όλες τις μορφές της άσκησης, όχι μόνο εκείνες που μας αρέσουν, ακολουθώντας σταθερά την ειδοποίηση του τι κρύβεται στα ορατά πράγματα και πώς αυτά εκπληρώνονται «προς όφελος των κεκρυμμένω»[4].

Επίσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, για να φτάσει στα πολυπόθητα δάκρυα, ο αρχάριος ενδεχομένως να επιβάλει στον εαυτό του ορισμένους εσωτερικούς περιορισμούς, που είναι ήδη ένας λάθος τρόπος, μια αποπλάνηση από το μονοπάτι, ακόμα πιο σοβαρή καθώς φτάνει σε «αποτελέσματα»: αυτοπροκαλούμενες ψευδείς θεωρίες, οι οποίες, όσο βαθύτερες είναι και όσο περισσότερο ο μοναχός προσκολλάται σε αυτές,  τόσο περισσότερο αυτές παρεμποδίζουν την ενέργεια της χάρης και την απόκτηση των αληθινών δακρύων.

1.2. Οι πρώτοι καρποί

Για να σημειώσει πρόοδο κανείς, πρέπει να γίνει η εσωτερική μετάβαση από μια λανθασμένη, ανθρωποκεντρική κατανόηση των ασκητικών ασκήσεων σε μια πραγματικά ευαγγελική, στην οποία ο άνθρωπος μαθαίνει «να αφήνει τον εαυτό του να αιχμαλωτίζεται από τη δύναμη της θείας αγάπης και να ανταποκρίνεται στη σωτηρία» [5]. Συνεπώς, ένα σημαντικό βήμα είναι η μετάβαση από την κατάσταση της απελπισίας από τον εαυτό μας, που την αναφέραμε, στην αίσθηση της κατάνυξης της καρδιάς, που είναι η αληθινή μητέρα του κλαυθμού μετάνοιας, η οποία βιώνεται σαν ένας πόνος και σαν μία κραυγή χωρίς δάκρυα. Μόνο τώρα μπορούμε να πούμε ότι ο μοναχός ζει πραγματικά την ουσία του πρώτου σταδίου ή της πρώτης μορφής πολιτείας, που χαρακτηρίζεται από τον «φόβο και τον οξύ πόνο της θλίψης λόγω της ανάμνησης του παρελθόντος»[6]. Αυτή η κατάνυξη και ο οξύς πόνος της καρδιάς προστίθενται στους σωματικούς κόπους και προκαλούν  μια πρώτη μορφή κλαυθμού, με πόνο, μέσω του οποίου ο μοναχός αρχίζει να καθαρίζει την ψυχή του[7].

Βρίσκουμε εδώ τη διδασκαλία του Ιωάννου της Απαμείας (5ος αιώνας), ο διδάσκαλος του Ισαάκ του Σύρου, ο οποίος, μιλώντας για το «κλάμα του σωματικού σταδίου» (ܒܟܝܐ ܗܟܝܠ ܕܦܓܪܢܐbekia hakil d-pagrana), λέει ότι προέρχεται από τη σκέψη της φτώχειας, τη μνήμη των προβλημάτων, την ανησυχία για τα παιδιά, τα προβλήματα εκ μέρους των εχθρών, τη φροντίδα για το σπίτι κάποιου, τη μνήμη των νεκρών φίλων, τις σκέψεις που σχηματίζουν μια ψυχολογική κατάσταση θλίψης (ܟܪܝܘܬܐkariuta).

Ακολουθώντας τη γραμμή που χάραξε ο Ιωάννης της Απαμείας, για τον Ισαάκ, η κατάνυξη της καρδιάς είναι η έκφραση της απόσπασης από το εμπαθές εγώ μας και της προσπάθειας του νου να προσανατολιστεί μόνιμα προς αυτό που η χάρις αρχίζει να χαράζει στην ψυχή: την εικόνα και την ομοίωση του Χριστού. Η πάλη με τον παλαιό άνθρωπο, με τον εγωισμό που προσπαθεί να επιβάλει μια ανθρωποκεντρική προοπτική στην άσκηση, διαρκεί, με διαφορετικές μορφές και εντάσεις, καθ᾿ όλη την πορεία του πνευματικού ταξιδιού, με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ο εγωισμός να διαστρεβλώσει τον αληθινό σκοπό των δακρύων, όταν αυτά εμφανιστούν.

  1. «Ο τόπος των δακρύων»

Το ορθά καθοδηγούμενο ταξίδι οδηγεί τον μοναχό να εξέλθει σταδιακά με τη διάνοιά του «έξω από τη φυλακή αυτού του κόσμου»[8]. Μόνο τώρα αρχίζει η αληθινή αποταγή του κόσμου, η εσωτερική,  η οποία βασίζεται στη σωματική αποταγή και αποτελεί την τελειοποίησή της. Ο Ισαάκ παρομοιάζει την είσοδο σε αυτό το νέο στάδιο με έναν φυλακισμένο άνδρα που βγαίνει από τον μολυσμένο και βαρύ αέρα ενός κελλιού στον καθαρό αέρα του εξωτερικού περιβάλλοντος. Τώρα ο μοναχός αρχίζει να «οσφραίνεται εκεί τον θαυμαστό αέρα, και από την στιγμή αυτή αρχίζει να χύνει δάκρυα»[9]. Αυτή τη φορά τα δάκρυα δεν είναι πλέον ούτε ψυχολογικό γεγονός, ούτε αποτέλεσμα της ούτε «αποτέλεσμα της ανάμνησης του αμαρτωλού παρελθόντος και του φόβου που τα συνοδεύει»[10], αλλά ένα θείο δώρο που διακηρύσσει ότι «προσεγγίζει η γέννηση του πνευματικού εμβρύου»[11].

Αυτή η στιγμή αποτελεί το πρώτο βήμα που κάνει ο μοναχός σε αυτό που ο Ισαάκ αποκαλεί «τόπο των δακρύων» (ܐܬܪܐ ܕܕܡ̈ܥܐatra d-deme)[12].  Η έννοια του «τόπου» (atra) είναι ειδική για τη συριακή πνευματικότητα, χαρακτηρίζοντας μια διαρκή πνευματική κατάσταση, μια ηλικία στην πνευματική ζωή, σε αντίθεση με τις απλές και έκτακτες επισκέψεις της χάριτος και κάθε είδους κινήσεις της ψυχής (ܙܘ̈ܥܐ ܕܢܦܫܐzawe d-napša). Στον Ισαάκ τον Σύρο και, γενικά, στη συρο-ανατολική γραμματεία βρίσκουμε εκφράσεις όπως: «ο τόπος της  έκπληξης»[13], «ο τόπος των θαυμαστών οράσεων», «ο φωτεινός τόπος»[14], «ο τόπος της σιωπής»[15], «ο καθαρός τόπος[16], «ο τόπος της αληθινής ταπεινοφροσύνης»[17], «ο τόπος της ανάπαυσης».[18] Όπως φαίνεται, ο όρος «τόπος» χρησιμοποιείται σε πολλές πνευματικές εκφράσεις και από την άποψη της γενικής θρησκευτικής νοοτροπίας, η έννοια του atra εκφράζει την πνευματική ιδέα και εμπειρία «της ασυνέχειας του φυσικού χώρου, λόγω της ύπαρξης ιερών τόπων, που είναι το σταθερό σημείο και ο κεντρικός άξονας οποιουδήποτε μελλοντικού προσανατολισμού»[19]. Από αυτή την άποψη, είναι φυσικό να συναντούμε και στους Έλληνες φιλοκαλικούς συγγραφείς αναφορές στους διαφορετικούς πνευματικούς «τόπους» μέσα στον άνθρωπο που προσεύχεται, ακόμα κι αν αυτές οι αναφορές δεν είναι τόσο πολλές όσο στους Σύρους συγγραφείς[20].

Όπως θα δούμε, αυτός ο τόπος αντιστοιχεί με την είσοδο του νου στην καρδιά, αφού ο κλαυθμός είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όσων προσεύχονται εν τη καρδία[21]. Αν μέχρι τώρα τα «κρύφια» (ܟܣܝ̈ܬܐ  – kasiata)[22] του μοναχού υπηρετούσαν τον κόσμο, από τώρα και στο εξής ο Ισαάκ λέει ότι «ο κεκρυμμένος άνθρωπος (ܒܪܢܫܐ ܗܘ ܟܣܝܐbarnaša haw kasia) χύνει καρδιακά δάκρυα»[23].

[1] Isacco di Ninive III, 7, 22.

[2] Ισαάκ του Σύρου of Nineveh II, 1, 3.

[3] Ισαάκ του Σύρου of Nineveh II, 1, 10.

[4] Ισαάκ του Σύρου of Nineveh II, 1 12.

[5] S. Chialà, Introduzione, Isacco di Ninive, Terza Collezione, (ed.) S. Chialà (CSCO 637-638; Syr. 246-247), Louvain, 2011, p. 20.

[6] Ισαάκ του Σύρου, KG 4, 42.

[7] Ισαάκ του Σύρου, KG 4, 43.

[8] Ισαάκ του Σύρου, BD 125, 19 = Ι, 12, 11-12.

[9]Ισαάκ του Σύρου, BD 125-126. Ι, 12, 12-14.

[10] Ισαάκ του Σύρου, KG 4, 42.

[11] Ισαάκ του Σύρου, BD 126 = Ι, 12, 17.

[12] Ισαάκ του Σύρου, BD 125, 18.

[13] Jean de Dalyatha, Ep 12, 7, in La collection des Lettres de Jean de Dalyatha, (ed.) Robert Beulay, PO 180, Brepols, Turnhout/Belgique, 1978; The Letters of John of Dalyatha, (ed.) Mary T. Hansbury, Gorgias Press, Piscataway, New Jersey, 2006.

[14] Jean de Dalyatha, Ep 1, 3.

[15] Jean de Dalyatha, Ep 1, 5.

[16] Jean de Dalyatha, Ep 26, 3.

[17] Histoire du moine Rabban Youssef Bousnaya par son disciple Jean Bar-Kaldoun, (ed.) J.-B. Chabot, Paris, 1900, chap. 8.

[18]  Jean de Dalyatha, Homelie 15, 1, in Les Homélies I-XV, (ed.) Nadira Khayyat, CERO, Université Antonine, Antélias-Liban, 2007.

[19] Mircea Eliade, Le sacré et le profane, Gallimard, Paris, 1965, p. 25-26.

[20] Μερικά παραδείγματα αυτού: «ο τόπος της καθαρής προσευχής» (Θεόληπτος Φιλαδέλφειας, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 4, p. 6, r. 30)· «ο τόπος εν τω εγκεφάλω όπου βρίσκεται το φως του νοός» (Ευάγριος, Or 73-74; Cog 18); «ο τόπος φιλοπονίας» (Μάρκος ο Ασκητής, Περ νόμου πνευματικο 66). Σύμφωνα με τον Ασκητή Μάρκο, υπάρχουν τρία «κατανοητά μέρη» (νοητοὶ τόποι) όπου κινείται ο νους: σύμφωνα με τη σάρκα, ενάντια στη σάρκα και υπεράνω της σάρκας (Περ νόμου πνευματικο 66) κ.λπ.

[21] Ισαάκ του Σύρου, KG 4, 74.

[22] BD 125, 14. Την ίδια διδασκαλία βρίσκουμε και σε έναν άγιο του εικοστού αιώνα, τον Άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, ο οποίος εξηγεί ότι τα δάκρυα αρχίζουν να ρέουν όταν ο νους ενώνεται με την καρδιά (Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Ἁγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Monastery of St John the Baptist, Essex, 200310, σ. 166).

[23] Ισαάκ του Σύρου, KG 1, 77.

(Συνεχίζεται)