Ο δεκαεπτάχρονος άγιος Τρύφων φτάνει στην Ρώμη θριαμβευτής και τον υποδέχεται ο αυτοκράτορας!

1 Φεβρουαρίου 2024

Ο άγιος Τρύφων. Τοιχογραφία (1743) Ιερού Ναού Αγίου Γερμανού Πρεσπών. Από την ιστοσελίδα «Φως Καστοριάς»: http://fos-kastoria.blogspot.com/2012/01/1.html.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Μετά τον θάνατον του Αυγούστου Καίσαρος χρόνους σκδ’ (224) εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Γορδιανός, όστις ήτο Έλλην [ειδωλολάτρης], δεν ήτο όμως τόσον σκληρός ως οι πρότερον βασιλεύσαντες, ούτε τους πιστούς εδίωκεν.

Ούτος είχε θυγατέρα μονογενή ωραίαν και πάγκαλον, γραμματισμένην και φρόνιμον και εκ τούτου πολλοί της πόλεως άρχοντες εποθούσαν να λάβουν αυτήν σύζυγον· δι’ αυτό την έκλεισεν ο πατήρ της εις τα ανάκτορα, να μη την βλέπουν οι άνθρωποι.

Αλλά διά να γνωρίσουν και εκεί εις την Ρώμην τον θαυμάσιον Τρύφωνα, το θείο φυτόν της του Χριστού Εκκλησίας, ή μάλλον διά να δοξασθή και εκεί ο Δεσπότης Χριστός και να γνωρισθή του Σταυρού η ενέργεια, παρεχώρησεν ο Θεός να δαιμονισθή το κοράσιον και εισελθών ο μισάνθρωπος εις αυτήν την εβασάνιζε πολλά και προσεπάθει να την θανατώση εις το πυρ και εις τα ύδατα, κάμνων εις αυτήν μεγάλην ατιμίαν και καταφρόνησιν.

Όθεν [γι’ αυτό] οι γονείς της είχον λύπην υπερβολικήν, μη δυνάμενοι δε να την θεραπεύσουν με βότανα και ιατρούς, ούτε με άλλην τινά μηχανουργίαν, είχον τόσον πόνον και λύπην εις την καρδίαν, ώστε επεθύμουν δι’ αυτήν τον θάνατον, τον οποίον ενόμιζον μικροτέραν ζημίαν, από την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εφώναζε δε και ο δαίμων έσωθεν ομολογών τον διώκτην αυτού και έλεγεν·
«Εάν δεν έλθη ο Τρύφων δεν εξέρχομαι, διότι μόνον αυτός έχει δύναμιν να με διώξη από το οικητήριον [σπίτι, οικία] μου τούτο».

Παρ’ ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους να ερευνήσουν επιμελέστατα εις πάσαν πόλιν και χώραν, ίνα εύρωσι τον ποθούμενον, υποσχόμενος χρυσίον αναρίθμητον και άλλα βασιλικά χαρίσματα εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει και φέρει αυτόν.

Από τους πολλούς δε απεσταλμένους στρατιώτας και άρχοντας απήλθον τινές αναζητούντες αυτόν εις την πόλιν Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο τότε, βόσκων χήνας, ο τοσούτον εις την αρετήν περιβόητος Άγιος, όστις, βλέπων τους βασιλικούς ανθρώπους, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον την υπόθεσιν και πλησιάσας είπε προς αυτούς χωρίς εκείνοι να τον ερωτήσωσιν·
«Εγώ είμαι ο Τρύφων, τον οποίον ζητείτε».

Όθεν λαβόντες αυτόν αγαλλόμενοι τον επήγαν εις τον έπαρχον Πομπηιανόν, αναβιβάσαντες δε αυτόν εις ίππον βασιλικόν τον επήραν εντίμως τρέχοντες προς την Ρώμην· ήτο δε τότε ο Άγιος ετών δεκαεπτά.

Όταν επλησίαζαν εις τα όρια της περιφήμου Ρώμης, τρεις ημέρας πριν να φθάσωσιν εις την πόλιν, εγνώρισεν ο μυσαρός [ο απεχθής] δαίμων τον ερχομόν του Τρύφωνος και εβασάνισε την κόρην περισσότερον· έπειτα έδειχνεν ότι ωδύρετο, λέγων·
«Ουαί μοι, δεν με αφήνει πλέον ο Τρύφων να κατοικώ εδώ εις το οικητήριον τούτο, αλλά με εκδιώκει απ’ αυτού· άλλαι τρεις ημέραι μόνον υπολείπονται και έρχεται ο Τρύφων, όστις έχει εξουσίαν κατεπάνω μας».

Ταύτα λέγων κατεσπάραξε την κόρην και έπειτα έφυγε, διότι δεν ηδύνατο να αντικρύση καν κατά πρόσωπον τον Άγιον Τρύφωνα. Την τρίτην ημέραν έφθασεν ο Άγιος, ο δε βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως [με πολλή χαρά] και πολλά τον ετίμησεν ως θεραπευτήν της θυγατρός του.

[…]

Ο βασιλεύς εθαύμασε τον Τρύφωνα, και τον ετίμησε περισσώς ως έπρεπε και πολλάς δωρεάς του εχάρισεν, έπειτα προσέταξε τον έπαρχον Πομπηιανόν και άλλους άρχοντας να τον συνοδεύσουν έως εις τον τόπον του.

Πορευόμενος δε ο Άγιος, διεμοίρασε καθ’ οδόν εις τους πτωχούς όλα τα αργύρια, τα οποία του εχάρισεν ο βασιλεύς και δεν ηθέλησε να κρατήση ουδόλως δωρεάν από ασεβή.

Φθάσας δε εις την οικίαν του, έκαμνε τα πρότερα θεραπεύων τους ασθενείς και οδηγών τους πεπλανημένους προς την αλήθειαν.

 

Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Φεβρουάριος, τόμος β’.