Θεόφιλος, ο γνήσιος εκφραστής της λαϊκής μας ζωγραφικής τέχνης

5 Φεβρουαρίου 2024

Ο Θεόφιλος αμφισβητήθηκε σοβαρά αν είναι έστω και ένας απλός ζωγράφος, εφόσον δεν ακολουθούσε τα ρεύματα της τέχνης της εποχής του  και γενικώς κατηγορήθηκε ότι δεν είχε ιδέα από τέχνη της ζωγραφικής. Αυτό μας αναγκάζει να κάνουμε μια μικρή παρένθεση και να μιλήσουμε για το ποια είναι η πραγματική τέχνη.

          Καταρχήν τέχνη σημαίνει ικανότητα κατασκευής κάποιου πράγματος. Υπάρχουν οι καλές τέχνες, που αποσκοπούν στο ωραίο, και οι βιοποριστικές που αποσκοπούν στην εξασφάλιση βιοτικών πόρων. Η ζωγραφική είναι μια από τις καλές τέχνες και έργο της είναι η απεικόνιση εκτός  της εσωτερικής κατάστασης και της εξωτερικής πραγματικότητας. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Η απεικόνιση αυτή θα είναι ρεαλιστική ή θα είναι υποκειμενική ανάλογα με τις ιδέες κι τα συναισθήματα του δημιουργού. Για πολλά χρόνια η ρεαλιστική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας ήταν το αντικείμενο της ζωγραφικής τέχνης. Όμως στα νεότερα χρόνια η ζωγραφική τέχνη πήρε διάφορες κατευθύνσεις και αλλοίωσε ή και παραμόρφωσε την πραγματικότητα ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καλλιτέχνη. Αυτό είναι ένα ζήτημα και η ζωγραφική τέχνη καλείται να απαντήσει σε ποιο βαθμό θα γίνεται η παρέμβαση του δημιουργού και σε ποιον απευθύνεται. Είναι μια αποκλειστική προσωπική έκφραση, που εκφράζει ένα άτομο, ή κοινωνική, που εκφράζει και απευθύνεται στην κοινωνία.

          Οι διάφορες απαντήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς δημιούργησαν τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, όπως η τέχνη της Αναγέννησης που προσπαθεί να μιμηθεί την αρχαία ελληνική τέχνη, το Μπαρόκ με πλούσια και πολύπλοκα σχέδια, το Ροκοκό με ευχάριστες σκηνές και ειδυλλιακά τοπία, ο Ρομαντισμός με έμφαση στα χρώματα, την φαντασία και τα συναισθήματα, ο Ρεαλισμός με θέματα καθημερινά χωρίς ωραιοποιήσεις, ο Ιμπρεσσιανισμός με την εντελώς προσωπική  εντύπωση της εξωτερικής πραγματικότητας, ο Εξπρεσιονισμός  με έκφραση προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων και εσωτερικές αναζητήσεις και αγωνίες, ο Κυβισμός με διάσπαση των μορφών και αυθαίρετες επανασυνδέσεις  με κοφτές γωνίες και σχήματα, ο Σουρρεαλισμός με εντελώς εξωπραγματικές και φανταστικές συνθέσεις κλπ. Όλες αυτές οι μορφές της ζωγραφικής τέχνης εκφράζουν μια παραποιημένη και παραμορφωμένη πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να μην επικοινωνούν με το κοινό και να αποτελούν εντελώς προσωπικά σχεδιάσματα. Απέναντι σε όλα αυτά τα ρεύματα είναι και η λαϊκή τέχνη, η οποία είναι απλή, γιατί απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους, έχει όμως να εκπέμψει μηνύματα απλά και κατανοητά και σε απλούς και σε μορφωμένους ανθρώπους και κυρίως  φέρνουν τον άνθρωπο σε επαφή με την φύση, από την οποία έχουμε εντελώς αποκοπεί.

          Σε αυτήν την κίνηση δραστηριοποιήθηκε και ο Κόντογλου και ο Θεόφιλος. Διαβάστε ποια είναι η θέση του Κόντογλου για τις τέχνες της Ευρώπης και για την λαϊκή και αγιογραφική μας ζωγραφική.

«Η ζωγραφική σε άλλες χώρες στάθηκε κολλημένη μόνο στο φαινόμενο, παραφορτωμένη με αδιαφόρετα πράγματα, με προοπτικές, με ανατομίες, με σκηνοθεσίες θεατρικές, με φωτισμούς επιτηδευμένους και ψεύτικους, παραγεμισμένη με ένα σωρό ανόητα εφευρήματα,   όπως π.χ. είναι τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου, μ’ ένα σωρό μπεχλιβάνηδες, του Τισιάνου, του Βερονέζε, προπάντων του Τιντορέττο, με χιλιάδες πρόσωπα, σε σημείο να μη βλέπεις τίποτα, τα έργα του Ρούμπενς, που είναι σαν κρεοπωλείο γεμάτο σάρκες και μάταιες επιδείξεις.

Ακόμα κ’ οι πιο παλιοί τεχνίτες τους είναι γεμάτοι από ανόητη ματαιότητα και στα θρησκευτικά έργα, όπως π.χ. «η προσκύνηση των Μάγων» του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο και του Μπενότσο Γκότσολι, που παριστάνουνε έναν στρατόν ολόκληρον από «ιππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, άλλους καβαλάρηδες κι άλλους πεζούς, με καμήλες φορτωμένες, με λυκόσκυλα, με γεράκια του κυνηγίου, με ελάφια, με χρυσά κι αργυρά ρούχα με αραπάδες,   κι όλοι αυτοί πάνε να προσκυνήσουνε, τάχα, «το θείον βρέφος», που δεν φαίνεται καθόλου μέσα σ’ εκείνον τον κυκεώνα!

Ενώ οι δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τους τρεις Μάγους, απλά και καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, και δίνουνε τα δώρα τους στην Παναγιά, που κρατά τον νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, απλά, όπως είναι γραμμένα και στο Ευαγγέλιο, χωρίς αυτές τις παράτες και τις φιέστες στου κασίδη το κεφάλι. Βάθος δε πνευματικό κανένα δεν υπάρχει στους δυτικούς, μοναχά βουή και σαματάς: Όπερα!»[1]

 

Βιογραφία του Θεόφιλου

 Ο Θεόφιλος (1870 – 1934), είναι ο εξαιρετικός λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό προσωπικό του ύφος που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής.

Αυτοδίδακτος καλλιτέχνης κατέληξε να  αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λαϊκός καλλιτέχνης της Ελλάδας, το ταλέντο του οποίου όμως αναγνωρίστηκε μονάχα μετά θάνατον. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου, μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς και φέρεται να ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία.

Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έφυγε από το νησί του την Λέσβο, σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο, για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός.

Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, όπου θα περάσει περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα αφήσει πλήθος σημαντικών έργων του. Ζωγραφίζει σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, στο χωριό Μηλιές φιλοτεχνεί την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους κ.α. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα Προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια.

Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός, και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογής του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του.

Αυτή η περιφρόνηση  του στοίχισε και την ζωή του. Κάποια «κυρία του καλού κόσμου»  θέλησε να  περιπαίξει με την πείνα του και του έδωσε ένα τρόφιμο ληγμένο, από το οποίο έπαθε δηλητηρίαση και την επομένη τον βρήκαν νεκρό. Ο Θεόφιλος μοιάζει με τον φτωχό Λάζαρο και τον πλούσιο και, όπως ο Λάζαρος, μπορεί να δοκιμάστηκε πολύ από την πείνα σε αυτήν ζωή, όμως απόλαυσε τα ουράνια αγαθά, έτσι και ο Θεόφιλος, μπορεί να αντιμετώπισε την περιφρόνηση και την σκληρότητα των ανθρώπων, αλλά μετά τον θάνατό του και αυτός δικαιώθηκε και η αρχόντισσα κυρία είναι «εις τα αζήτητα».

Το 1927, ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Λέσβο και ένα περίπου χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό και έμπορο έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη (Teriade), μια γνωριμία που συνέβαλλε αρχικά στη βελτίωση των συνθηκών επιβίωσής του και μετέπειτα, δυστυχώς μετά θάνατον, στην σταδιακή αναγνώριση του έργου του, ώσπου το υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το έργο του «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Ο Θεόφιλος πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1934.

Ως το Σεπτέμβριο του 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, μνεία στο όνομά του γίνεται μόνο σε μερικά δημοσιογραφικά κείμενα στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και το Βόλο. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται στα Αθηναϊκά Νέα μια συνέντευξη του Teriade με τίτλο: «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και την επόμενη χρονιά οργανώνεται από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι.

Ο Τάκης Μπαρλάς αποκαλεί τον Θεόφιλο «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το 1947 μιλάει για τον καλλιτέχνη σε έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Σύντομα, το όνομα και το έργο του ταξιδεύει σε πολλές γωνιές του κόσμου.

Ο Teriade χρηματοδοτεί την ίδρυση του Μουσείου Θεόφιλου, που άνοιξε το 1965, στη γενέτειρά του Βαρειά στη Λέσβο, όπου φιλοξενούνται 86 πίνακες του ζωγράφου. Επίσης ως μουσείο Θεοφίλου λειτουργεί το αρχοντικό Χατζηαναστάση, γνωστό σήμερα ως οικία Κοντού, στην Ανακασιά του Δήμου Ιωλκού, τους τοίχους του οποίου φιλοτέχνησε ο ζωγράφος γύρω στο 1912.

[1] Φ. Κόντογλου, Ευλογημένο Καταφύγιο, πρόλογος.

(Συνεχίζεται)