Εμβληματικά κτίρια και διαπρεπείς αρχιτέκτονες της Θεσσαλονίκης: Ερνέστο Τσίλλερ

15 Μαρτίου 2024

Ήταν Γερμανός αρχιτέκτονας και πανεπιστημιακός από τη Σαξονία, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και διασημότερους αρχιτέκτονες της ελληνικής επικράτειας, σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή εκατοντάδων δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων και άφησε τη σφραγίδα του στην οικιστική φυσιογνωμία του ελληνικού αστικού χώρου των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Μεταξύ των έργων του συγκαταλέγονται το Προεδρικό Μέγαρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Ιλίου Μέλαθρον, το Δημαρχείο Ερμούπολης, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης κ.ά.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ερνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλλερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στη συνοικία της Σαξονίας, και ήταν ο πρωτότοκος γιος του οικοδόμου και μετέπειτα εργολάβου και γαιοκτήμονα, με σπουδές αρχιτεκτονικής, Κρίστιαν Τσίλλερ. Είχε εννέα αδέλφια, τέσσερις αδελφούς και πέντε αδελφές. Ο ίδιος και άλλοι τρεις από τους αδελφούς του δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά στην αρχιτεκτονική. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και διατηρούσε μια κατασκευαστική εταιρεία,
Το 1855 ο Τσίλλερ εισήλθε στη Βασιλική Σχολή Οικοδομικών Κατασκευών της Δρέσδης, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ωστόσο, αναφέρεται πως η πρώτη επαφή του με τις οικοδομές έγινε μέσω του πατέρα του, ο οποίος λόγω επαγγέλματος, του μετέφερε ορισμένες πρακτικές γνώσεις.
Ολοκλήρωσε τη φοίτησή του το 1858, έχοντας ενδιάμεσα τιμηθεί με δύο μετάλλια για τις επιδόσεις του. Κατόπιν, εγκαταστάθηκε μαζί με τον αδελφό του Μόριτς στη Βιέννη, όπου προσελήφθη ως σχεδιαστής στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Θεόφιλου Χάνσεν, εξέλιξη που καθόρισε τη μετέπειτα επαγγελματική του πορεία.
Αφού εργάστηκε για περισσότερο από ένα χρόνο πλάι στον Χάνσεν, το 1859 επέστρεψε στην πατρίδα του και συμμετείχε σε διαγωνισμό ανέγερσης κατοικιών στην Τιφλίδα, ωστόσο απέρριψε τη συγκεκριμένη προοπτική, αποδεχόμενος την πρόταση του Χάνσεν να μεταβεί στην Ελλάδα και να επιβλέψει την ανέγερση του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών (τότε Σιναία Ακαδημία), της οποίας τη μελέτη και τον σχεδιασμό είχε αναλάβει ο Χάνσεν.
Τον Ιανουάριο του 1861, ο Τσίλλερ ταξίδεψε μαζί με τον Χάνσεν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Ωστόσο μετά την Έξωση του Όθωνα, οι εργασίες σταμάτησαν και ο ίδιος αποχώρησε από τη χώρα. Το 1864 επέστρεψε στη Βιέννη, όπου συνέχισε να εργάζεται στο γραφείο του Χάνσεν, σπουδάζοντας παράλληλα αρχιτεκτονική και ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της αυστριακής πρωτεύουσας. Ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του, τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της σχολής. Την ίδια περίοδο διεξήγαγε μια σειρά εκπαιδευτικών ταξιδιών σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Βερόνα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Πομπηία κ.ά.), όπου πραγματοποίησε επιτόπιες αρχιτεκτονικές μελέτες.
Εγκατάσταση στην Ελλάδα
Το 1868 επέστρεψε στην Ελλάδα για να εργαστεί ως ανεξάρτητος αρχιτέκτονας. Η προσωπική φιλία που δημιούργησε με τον Γεώργιο Α΄ και η δημοφιλία του στην αστική τάξη του ελληνικού κράτους που ελκυόταν από το «εκλεκτικιστικό» του προφίλ, ενίσχυσαν τη φήμη του με αποτέλεσμα να αναλάβει εκατοντάδες παραγγελίες για την ανέγερση δημοσίων κτιρίων καθώς και ιδιωτικών κατοικιών και επαύλεων. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του ανέλαβε τη σχεδίαση και κατασκευή τουλάχιστον πεντακοσίων κτιρίων. Παράλληλα, αναφέρεται πως συνέβαλε στη δενδροφύτευση του λόφου του Λυκαβηττού.
Το 1872 κατέλαβε την έδρα της αρχιτεκτονικής του Σχολείου των Τεχνών (μετέπειτα Πολυτεχνείου), απ’ όπου όμως απολύθηκε το 1883. Το επόμενο έτος διορίστηκε διευθυντής Δημοσίων Έργων επί κυβερνήσεως Χαρίλαου Τρικούπη. Τη θέση αυτή, ο Τσίλλερ την εγκατέλειψε υποχρεωτικά το 1893 μετά τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Στον Πειραιά κατασκεύασε, κοντά στη σημερινή Πλατεία Αλεξάνδρας, την επονομαζόμενη «Συνοικία Τσίλλερ» ή «Συνοικία των Επαύλεων», με τον σκοπό την πώληση των ακινήτων. Αργότερα ίδρυσε εταιρία κατασκευής οικοδομικών υλικών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήρθε αντιμέτωπος σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς έχασε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του εξαιτίας μιας αποτυχημένης επένδυσης που πραγματοποίησε από κοινού με δύο ομοεθνείς του. Ως αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων η οικία του (Μέγαρο Τσίλλερ), την οποία ανήγειρε την περίοδο 1882-1885 πωλήθηκε το 1912 σε πλειστηριασμό. Παράλληλα, η οικογένεια Τσίλλερ διατηρούσε και εξοχική κατοικία στην οδό Πεσμαζόγλου 12 στην Κηφισιά μέσα σε έκταση σαράντα στρεμμάτων. Ο Τσίλλερ απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου του 1923 και θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Αρχαιολογικές μελέτες
Ο Τσίλλερ ασχολήθηκε εντατικά με την αρχαιολογία. Την περίοδο 1864-1869 πραγματοποίησε ανασκαφές για την ανακάλυψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, έχοντας νωρίτερα αγοράσει την έκταση για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στις δικές του ανασκαφές, αλλά και σε έρευνες των προηγούμενων ετών στηρίχθηκε το σχέδιο ανακατασκευής του Σταδίου από τον Αναστάσιο Μεταξά. Ακόμη διεξήγαγε ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα. Πραγματοποίησε επίσης αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία για την ανεύρεση της Τροίας, καθώς και αρκετές μελέτες για τα υδατοφράγματα της Αττικής, το Θέατρο του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, την αρχιτεκτονική δομή του Παρθενώνα κ.ά.

Η Αρχιτεκτονική του Τσίλλερ

Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Η δημιουργική σκέψη του Τσίλλερ συνδυάστηκε με την αισθητική της εποχής του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, Θεόφιλο Χάνσεν, δημιούργησε το έργο του κυρίως στην Αττική, όπου κυριαρχούσαν διαφορετικές κλιματικές συνθήκες από τον ομιχλώδη βορρά. Το μέγεθος της Αθήνας επέβαλλε διαφορετικές κλίμακες και αναλογίες από αυτές των πρωτευουσών του βορρά, ώστε να είναι σύμφωνες με τα αισθητικά, φυσικά και ιστορικά δεδομένα του τόπου. Ο Τσίλλερ προσαρμόστηκε σε αυτά και τελικά επηρέασε την ελληνική αρχιτεκτονική, περισσότερο από κάθε άλλον αρχιτέκτονα, δίνοντας στην Αθήνα τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα.
Ο Τσίλλερ υπήρξε βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του ώριμου ελληνικού κλασικισμού, αντικαθιστώντας τα ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία με τα κλασικά ελληνικά. Αρκετές από τις κατασκευές του, είχαν επιρροές από τους αναγεννησιακούς ρυθμούς, τον ελληνικό κλασικισμό, καθώς και το νεομπαρόκ. Συνήθως ενσωμάτωνε διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τον τύπο του κτιρίου, για παράδειγμα νεο-αναγεννησιακά στοιχεία σε δημόσια κτίρια και κατοικίες, και νεοβυζαντινά και ρομανικά στοιχεία σε θρησκευτικά κτίρια. Επίσης σχεδίασε επαύλεις στην Κηφισιά και τα ανάκτορα στο Τατόι στον λεγόμενο «ελληνοελβετικό ρυθμό», όπου συνδύασε νεοκλασικά στοιχεία με στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των Άλπεων.

Παλαιά Οικοκυρική Σχολή Θεσσαλονίκης

Στην Εθνική Πινακοθήκη φυλάσσεται το αρχείο Τσίλλερ, το οποίο αγοράστηκε το 1961 με ενέργειες του Μαρίνου Καλλιγά και διαθέτει περί τα 400 σχέδια και διάφορα άλλα τεκμήρια (χειρόγραφα, έγγραφα, ακουαρέλες κ.ά.) από τη ζωή του Γερμανού αρχιτέκτονα. Αρχειακό υλικό σχετικό με τον Τσίλλερ διαθέτουν ακόμη η Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη, καθώς και τα ΓΑΚ Κυκλάδων.
Με την πάροδο των ετών, ο Τσίλλερ δημιούργησε προσωπική φιλία με τον, άλλοτε εργοδότη του, Θεόφιλο Χάνσεν.Φίλος του ήταν και ο Γεώργιος Α΄.
Τα Έργα του
Το Βασιλικό Θέατρο (1895-1901), σήμερα Εθνικό Θέατρο, το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα όπως επίσης και πολλά άλλα μνημειακά κτίρια σε όλη τη Ελλάδα σχεδόν, όπως στην Πάτρα, Δημοτικό θέατρο Πατρών, Το Μουσείο Ολυμπίας, στο Αίγιο Δημοτική Αγορά, Το Δημαρχείο Ερμουπόλεως στη Σύρο και το Δημαρχείο της Ερμούπολης, Σύρος κλπ.
Στη Θεσσαλονίκη σχεδίασε τρία εμβληματικά κτίρια που κοσμούν την πόλη της Θεσσαλονίκης και αυτά είναι: Το Παλαιό αρχαιολογικό Μουσείο, όπου τώρα στεγάζεται Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο, η παλιά Οικοκυρική Σχολή, όπου τώρα στεγάζεται το 13ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης, όπου τώρα στεγάζεται το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα

 

(Συνεχίζεται)