Για ποια θέλω να ζήσω;
29 Απριλίου 2024«Αυτά για τα οποία θέλεις να ζήσεις, μη διστάσεις για χάρη τους να πεθάνεις» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Ο ασκητικός λόγος, που φέρνει στο προσκήνιο έναν λόγο ενός σπουδαίου φιλοσόφου, του Σέξτου του Εμπειρικού, δείγμα ότι η πνευματική παράδοση της πίστης μας εγκολπώνεται ό,τι πιο ξεχωριστό και δημιουργικό εκφράζει η κλασική παράδοση, μας υποδεικνύει κάτι σπουδαίο: ότι υπάρχουν αρχές, πρόσωπα, στάσεις ζωής που δεν έχει νόημα η προσωπική ζωή του καθενός χωρίς τη διαφύλαξή τους. Δεν χωρά συμβιβασμός. Αυτό δεν σημαίνει «όλα ή τίποτα» «εδώ και τώρα». Όμως υπάρχει το «μη περαιτέρω», όταν έρχεται η ώρα που καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις για ζητήματα της ζωής που εμπεριέχουν την προσωπική μας αξιοπρέπεια. Όταν δεν υπάρχει περιθώριο ευρυχωρίας, διότι εκεί κρίνεται ο πυρήνας της προσωπικότητάς μας, όχι μόνο από τους άλλους, κυρίως από την συνείδησή μας, δεν χωρά δειλία, συμβιβασμός, «δεν βαριέσαι».
«Μη διστάσεις για χάρη τους να πεθάνεις». Μοιάζει βαρύ το δεύτερο μέρος του λόγου. Είναι όμως αυτονόητο. Χωρίς θυσία, παραίτηση από όποιο «άσε και θα δούμε», ο εαυτός μας δεν μπορεί να είναι ποτέ ο ίδιος. Θα μας τυραννά ότι δεν είπαμε το «μεγάλο ΟΧΙ» (Καβάφης). Ο άνθρωπος, όσο κι αν όλα θεωρούνται σωματοποιημένα και μηχανιστικώς λειτουργούντα στην ύπαρξη, εντούτοις έχει συνείδηση. Όχι μόνο ως «Υπερεγώ» που σπρώχνει σε ηθικοποίηση ή λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου, αλλά ως φωνή που είναι δώρο Θεού, καλλιεργούμενο από τον άνθρωπο που ανεβάζει τον πήχυ της ζωής ή, τουλάχιστον, δεν τον κατεβάζει. Γιατί η ευτυχία του ανθρώπου κρίνεται από το αν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος και ήρεμος τα βράδια. Αν η συνείδησή του τού υπενθυμίζει ότι λησμόνησε ή έσφαλε. Και το να πεθάνεις γι’ αυτά που θέλεις να ζήσεις, είναι νόημα ζωής.
Σήμερα δεν σκεφτόμαστε ότι πρέπει να πεθάνουμε, για να ζήσουμε. Θεωρούμε τη ζωή στην προοπτική του δικαιώματος να έχουμε, να φαινόμαστε, να αποκτούμε, να αλλάζουμε, να δικαιολογούμαστε, να δικαιωνόμαστε. Πελάτες ενός καταναλωτικού μηχανισμού, δεν νιώθουμε ότι χρειάζεται αγαπώντας να παραιτηθούμε από τα του βίου τερπνά, να ματώσουμε εντός μας παλεύοντας με τον παλαιό άνθρωπο, όχι γιατί αρνούμαστε τον παρόντα κόσμο, αλλά διότι έχουμε ελπίδα που συνεχίζεται στην αιωνιότητα, διότι πιστεύουμε ότι υπάρχει κάτι πιο πάνω από τον άρτο, από την επίδειξη της δικής μας δύναμης, από τα υλικά αγαθά. Υπάρχει η άρση του σταυρού.
Το ότι σήμερα η πίστη δεν είναι η προτεραιότητα της ζωής μας είναι δεδομένο. Δεν φταίει η εκκοσμίκευση. Αυτή πάντοτε υπήρχε. Δεν φταίνε ούτε οι βιοτικές μέριμνες. Κι αυτές είναι δεδομένες. Φταίει το ότι έχουμε χάσει την δίψα για αναζήτηση. Δεν μας νοιάζει η αλήθεια, αλλά το «εγώ» μας. Και το «εγώ» πρέπει να ζήσει. Κάποτε κυνικά, με την κολακεία και προσκόλληση στους ισχυρότερους. Κάποτε με επίδειξη δύναμης. Κάποτε με την »ακαλαισθησία» (Καβάφης). Έχουμε χάσει αυτό το χτυποκάρδι για τον Χριστό και τον συνάνθρωπο. «Κι αν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί» (Λειβαδίτης). Ποιον σταυρό του άλλου να σηκώσεις τότε; Γιατί να έχουν να μας πούνε κάτι οι γιορτές της πίστης μας, ιδίως το Μεγαλοβδόμαδο, όταν αγαπούμε σχεδόν αποκλειστικά μόνο το εγώ μας;
Ας ματώσουμε μέσα μας, για να λάβουμε Πνεύμα. Ας ματώσουμε συγχωρώντας, υπερβαίνοντας το «εγώ», χάνοντας για να κερδίσουμε.