Page 3 - ioannou_geraimilianos
P. 3

στενόψυχα,  τα  μικρόμυαλα,  τα  αναξιοπρεπή.  Παράδειγμα,  λέγει  ο  πατήρ,
          αναφερόμενος βέβαια στη ζωή του Μοναστηριού (όλα αυτά διατηρούν όμως

          μια  αναλογία  και  με  την  ζωή  ενός  «κοσμικού»,  ενός  λαϊκού):  «Αν  κάποιος

          ρωτήσει τι ώρα είναι και του απαντούν «εφτά και είκοσι», και έρθει ένας άλλος

          και του πει «όχι, είναι εφτά και είκοσι πέντε», τότε αυτός που του απάντησε

          είναι ένας αμαρτωλός, ένας σαρκικός και δεν μπορεί να πάει να μεταλάβει».
          Και αμέσως ρωτά: «Τι σημασία έχουν πέντε λεπτά λιγότερα ή περισσότερα; Ο

          δικός μας χρόνος είναι η αιωνιότητα…». Αυτό που θέλει να πει ο Γέροντας εδώ

          είναι ότι μεταξύ των δύο αδελφών (της Μονής) συνέβη να διαμειφθεί ένας

          διάλογος, που μπορεί κάποιος τρίτος να άκουσε, ωστόσο αγνοεί τον βαθύτερο

          λόγο που οι άλλοι επικοινώνησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να ήθελαν να

          αποκαταστήσουν την επικοινωνία μεταξύ τους, μπορεί ο ένας να ήθελε απλώς
          να βοηθήσει τον άλλον να εκδιώξει κάποιον λογισμό ή μια στενοχώρια, και γι’

          αυτό προσπάθησε να του δώσει αφορμή να πει έναν λόγο. Γιατί άραγε θα

          πρέπει να παρεμβαλλόμαστε εμείς στο μέσον του «λόγου» των άλλων και να

          διασπάμε τόσο εύκολα αυτή την κοινωνία των ψυχών, της οποίας αγνοούμε

          τον βαθύτερο «καρδιακό» ορίζοντα; Αν επρόκειτο για ένα σοβαρό λάθος, με
          κίνδυνο  να  διαταραχτεί  το  πρόγραμμα  της  αδελφότητας,  τότε  θα  υπήρχε

          πράγματι δικαιολογία να παρέμβει κανείς. Τώρα, όμως, αυτό που κρύβεται

          πίσω  από  την  «διόρθωση»  είναι  κατά  βάθος  «η  αντιλογία  στον  αδελφό».

          «Όποιος  αντιλέγει  στον  αδελφό  του  και  τον  στενοχωρεί  δεν  μπορεί  να

          κοινωνεί»,  διαβάζουμε  (σημειωτέον  ότι  το  «πνεύμα  αντιλογίας»  είναι  ένα
          πάθος που υποκρύπτει βαθύτερα εριστικότητα και εγωκεντρικότητα). Βέβαια,

          στον  κόσμο  τα  πράγματα  έχουν  διαφορετικά,  και  κάθε  λίγο  και  λιγάκι

          «διορθώνουμε» τους άλλους. Αυτό όμως πιθανόν συμβαίνει γιατί συνηθίσαμε

          να πνίγουμε με την δική μας παρουσία, την υποτιθεμένη «πληθωρικότητά»

          μας, τους άλλους, γιατί στην ουσία θέλουμε να ακούγεται μόνο ο δικός μας
          λόγος.  Επιθυμούμε  να  αντηχεί  το  δικό  μας  «όχι»,  που  ξεκινά  μεν  από  την

          «διόρθωση»  της  ώρας,  για  να  φτάσει  τελικά  να  διορθώσει  ολόκληρο  τον

          «καιρό» του συνανθρώπου μας. Και αυτή η προσπάθεια να κανονίσουμε εμείς
   1   2   3   4   5   6   7   8