Τι είναι η ορθόδοξη εικονογραφία

11 Οκτωβρίου 2011

Η θρησκεία του Χριστού είναι η αποκάλυψη της αλήθειας απ’ Αυτόν. Κι’ αυτή η αλήθεια είναι η γνώση του αληθινού Θεού και του πνευματικού κόσμου. Πνευματικός κόσμος δεν είναι αυτός που τον λέγανε πνευματικόν οι άνθρωποι, και τον λένε ακόμα.

Τη θρησκεία του ο Χριστός την λέγει «οίνον καινόν» «καινούργιο κρασί», και «άρτον από του ουρανού καταβάντα». Ο απόστολος Παύλος λέγει «ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, Ιδού γέγονε καινά τα πάντα».

Σε μια τέτοια θρησκεία, που κάνει εκείνον που την πιστεύει «καινόν άνθρωπον», όλα είναι «καινά», όλα είναι καινούργια. Έτσι κι’ η τέχνη που μορφώθηκε σιγά-σιγά από το πνεύμα της θρησκείας αυτής και που μ’ αυτή βρήκε έκφραση το μυστήριό της, είναι τέχνη «καινή», «καινούργια», που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, όπως η θρησκεία του Χριστού δεν είναι όμοια με καμιά, μ’ όλα που λένε κάποιοι που βλέπουνε μόνο κάποια εξωτερικά γνωρίσματα.

Η αρχιτεκτονική, η μουσική, η ζωγραφική, η υμνολογία της, μ’ όλο που μεταχειρίζονται υλικά στοιχεία, θρέφουνε την ψυχή των πιστών με πνεύμα και τα έργα τους είναι σαν σκαλούνια που τους ανεβάζουνε από τη γη στον ουρανό, από την επίγεια και πρόσκαιρη πολιτεία, στην ουράνια και στην αιώνια. Τούτο γίνεται όσο είναι μπορετό στην ανθρώπινη φύση.

Γι’ αυτό, οι εκκλησιαστικές τέχνες είναι «αναγωγικές», δηλαδή ανεβάζουνε τα φυσικά φαινόμενα και τα κάνουνε να πάρουνε «την καλήν αλλοίωσιν». Λέγουνται ακόμα αυτές οι τέχνες και λειτουργικές, γιατί μ’ αυτές η ψυχή γεύεται το λειτουργικό στοιχείο, που μ’ αυτό λατρεύεται ο Θεός κι’ ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με τις ουράνιες Δυνάμεις και αισθάνεται τη ζωή την αθάνατη.

Η εκκλησιαστική λειτουργική ή λατρευτική ζωγραφική μορφώθηκε προπάντων από το Βυζάντιο, που στάθηκε η μυστική κιβωτός της θρησκείας του Χριστού και ονομάστηκε Αγιογραφία. Η αγιογραφία, όπως οι άλλες εκκλησιαστικές τέχνες, δεν έχει σκοπό να ευχαριστήσει την σαρκική όραση, αλλά να την μετασκευάσει σε πνευματική, ώστε μέσα από τα εγκόσμια φαινόμενα, να βλέπει τα υπερκόσμια.

Όθεν, αυτή η τέχνη δεν είναι αναπαραστατική. Αναπαραστατική έγινε στην Ιταλία, κατά τη λεγόμενη Αναγέννηση, επειδή η τέχνη ήτανε η έκφραση ενός χριστιανισμού που παραμορφώθηκε από τη φιλοσοφία, κι’ έγινε μια υλιστική εγκόσμια γνώση, κι’ η Δυτική Εκκλησία ένα εγκόσμιο σύστημα. Κι’ όπως πήγε πίσω στη φιλοσοφία των αρχαίων η θεολογία, έτσι κι’ η ζωγραφική που την εξέφρα¬ζε, πήγε κι’ αυτή πίσω στην αρχαία ειδωλολατρική τέχνη και καλά την ονομάσανε Αναγέννηση, γιατί στ’ αλήθεια ήτανε ξαναγέννηση του αρχαίου σαρκικού φρονήματος της είδωλολατρείας.

Όπως οι θεολόγοι εκείνοι γυρίσανε στα θολά βαλτόνερα της φιλοσοφίας, γιατί δεν ήτανε σε θέση να γευτούνε και να νοιώσουνε το καθαρό και δροσερό νερό του Ευαγγελίου, «το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», έτσι κι’ οι ζωγράφοι που κάνανε την Αναγέννηση δεν ήτανε σε θέση να καταλάβουνε το μυστικό βάθος της λειτουργικής εικονογραφίας της Ανατολής, του Βυζαντίου. Κι’ όπως οι θεολόγοι νομίζανε πως θα τελειοποιήσουνε τη θρησκεία του Χριστού με τη φιλοσοφία, γιατί τους φαινότανε πολύ απλοϊκή, μη όντας σε θέση να μπούνε στο βάθος της θεϊκής εκείνης απλότητας, έτσι κι’ οι ζωγράφοι είχανε την ιδέα πως τελειοποιούνε την λειτουργική τέχνη, την λεγόμενη πιο άπλα βυζαντινή, κάνοντάς την φυσικότερη.

Αρχίσανε λοιπόν και δουλεύανε αντιγράφοντας από το φυσικό, τα πρόσωπα, τα ρούχα, τα κτίρια, τις τοποθεσίες, όλα τα φυσικά φαινόμενα, κάνοντας αγιογραφία με τον ορθολογισμό που θέλανε να κάνουνε θεολογία οι θεολόγοι. Μα όσο γίνεται θεολογία με ορθολογισμό, άλλο τόσο γίνεται και θρησκευτική εικονογραφία με τη φυσική απομίμηση.

Αυτή είναι η αίτια που τα έργα τους δεν έχουνε κανένα μυστήριο, μήτε αληθινά πνευματικόν χαρακτήρα. Καταλαβαίνει κανένας πως έχει μπροστά του κάποιους ανθρώπους που παρασταίνουνε ψεύτικα τους αγίους κι’ όχι αληθινούς

αγίους. Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια.«την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτεραν, ασυγκρίτως, των Σεραφείμ». Με άλλα λόγια με τον πιο απλό τρόπο χώρισε νέτα-σκέτα την κοσμική τέχνη από την λατρευτική.

Οι ζωγράφοι της δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής, θέλοντας να παραστήσουνε τα υπερφυσικά οράματα της θρησκείας, πήρανε για μοντέλα κάποια φυσικά φαινόμενα, όπως είναι τα σύννεφα, τα βασιλέματα, το φεγγάρι, τον ήλιο με τις ακτίνες. Μ’ αυτά προσπαθήσανε να παραστήσουνε την ουράνια δόξα και τον κόσμο της αθανασίας, όπως είπανε «πνευματικά» κάποια πράγματα που είναι συναισθηματικά, μα δεν είναι πνευματικά.

Μάταια όμως. Γιατί η μακαριότητα της άλλης ζωής δεν είναι η συνέχεια της αισθηματικής ευτυχίας τούτου του κόσμου, μήτε έχει καμιά σχέση με την ευχαρίστηση που νοιώθουνε οι αισθήσεις σε τούτη τη ζωή. Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για τα αγαθά της μέλλουσας μακαριότητας, λέγει πως αυτά είναι τέτοια που δεν τα είδε μάτι, και που αυτί δεν τάκουσε και που δεν τα ένοιωσε καρδιά ανθρώπινη, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».

Πώς λοιπόν να παρασταθεί αυτός ο κόσμος που βρίσκεται πέρα από κάθε τι που νοιώθει ο άνθρωπος με τις αισθήσεις, πώς μπορεί να παρασταθεί με μια τέχνη που είναι φυσική και που αποτείνεται στις αισθήσεις. Πώς να ζωγραφίζει «το υπέρ φύσιν και το υπέρ αίσθησιν»;

Βέβαια, ο άνθρωπος θα πάρει στοιχεία από τον αισθητόν κόσμο, «των αισθήσεων ένεκα», αλλά για να μπορέσει να εκφράσει «το υπέρ αίσθησιν», πρέπει να διαλύσει αυτά τα στοιχεία, να τα αναγάγει εις ύψος, να τα μετουσίωσει από σαρκικά σε πνευματικά, όπως η πίστη μετουσιώνει τα αισθήματα του ανθρώπου και τα κάνει πνευματικά από σαρκικά. «Είδα, λέγει, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, κάποιους ανθρώπους που ήτανε παραδομένοι με πάθος στον σαρκικόν έρωτα και σαν φωτισθήκανε και πήρανε τον δρόμο του Χριστού, με τη θεία χάρη μεταλλάχθηκε μέσα τους το άγριο αυτό σαρκικό πάθος σε μεγάλη αγάπη προς τον Κύριο».

Έτσι, και τα στοιχεία τα υλικά, που παίρνει από τον αισθητό κόσμο η βυζαντινή εικονογραφία, μετουσιώνονται υπερφυώς σε πνευματικά, κι’ αφού περάσουνε από την καθαρή ψυχή του ανθρώπου που ζει κατά Χριστόν, σαν το χρυσάφι από το χωνευτήρι, εκφράζουνε, όσο είναι μπορετό στον άνθρωπο που φορεί υλικό σώμα, εκείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ουκ ανέβη».

Το κάλλος της λειτουργικής τέχνης δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά κάλλος πνευματικό. Γι’ αυτό, όσοι κρίνουνε αυτή την τέχνη με τα μέτρα τούτου του κόσμου, λένε πως είναι άσχημα κι’ αποκρουστικά τα πρόσωπα της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ για έναν πιστόν, αυτά έχουνε το πνευματικό κάλλος, τη λεγόμενη «καλήν αλλοίωσιν».

Ο απόστολος Παύλος λέγει «Εμείς (που κηρύττουμε το Ευαγγέλιο και ζούμε κατά Χριστόν), ήμαστε ευωδία του Χριστού, σε κείνους που σώζονται και σε κείνους που χάνονται, Και σε κείνους που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά του θανάτου (της σάρκας) μυρίζουμε θάνατο και σε κείνους που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά της ζωής, μυρίζουμε ζωή».

Κι’ ο μακάριος όσιος άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει «Κάποιος ασκητής, όποτε τύχαινε να δει ένα έμορφον άνθρωπο, άνδρα ή γυναίκα, δόξαζε με όλη την καρδιά του τον Ποιητή που έπλασε τον άνθρωπο, κι’ από μονάχη την όψη του, ορμούσε στην αγάπη του Θεού κι’ έχυνε γι’ αυτόν πηγή από δάκρυα. Και θαύμαζε κανένας, βλέποντας να γίνεται, σ’ αυτόν τον άνθρωπο αιτία για στεφάνωμα και να τον ανεβάζει απάνω από τη φύση, εκείνο το πράγμα που σε άλλον γίνεται αιτία να βρωμίσει την ψυχή του. Όποιος αισθάνεται έτσι το κάλλος, αυτός αναστήθηκε άφθαρτος, πριν να αναστηθούνε οι νεκροί κατά την κοινή ανάσταση».

Σχετικά άρθρα Αφιερώματα
1η Απριλίου 1955: Το θαύμα του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου! 1 Απριλίου 2024 Μαθητική εκδήλωση κατά την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ  με σημαιοφόρο τον ήρωα Πετράκη Γιάλλουρο. Τα νειάτα της ελληνικής Κύπρου, επαναστατώντας την 1η Απριλίου του 1955, απαίτησαν το αυτονόητο. Η Κύπρος δεν μπορούσε, πλέον, να αποτελεί αποικία της Μεγάλης Βρετανίας. Η τελευταία δεν είχε καμιά σχέση με την περιοχή ούτε με την ιστορία και την παράδ...
25η Μαρτίου 1821, Ο Ευαγγελισμός και οι Άνθρωποι του Θεού έφεραν το Πάσχα της ελευθερίας 25 Μαρτίου 2024 Πάνω ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», κάτω και από αριστερά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Άγιος Αλέξιος ο Άνθρωπος του Θεού και ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός  «... με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Με την πτώση της Κωνστ...
«Ο Άνθρωπος του Θεού», ο ευλογών την Ελληνική Επανάσταση 17 Μαρτίου 2024 Η παρουσία της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας στο σώμα της Εκκλησίας είναι αναμφισβήτητη, αυτή είναι «ἡ προστασία τῶν Χριστιανῶν ἡ ἀκαταίσχυντος καί ἡ μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἡ ἀμετάθετος»(Κοντάκιον, Ἦχος β΄). Η Παναγία έλαβε το Άγιον Όρος από τον Υιό και Θεό της ως κλήρο δικό της κατά τον Ζ΄ ή Η΄ αιώνα σύμφωνα με ...
Γρηγόρης Αυξεντίου, Η πανήγυρη του μαρτυρίου του! 3 Μαρτίου 2024 Ο ήρωας του αγώνα της Κύπρου για την ένωση με την Ελλάδα Γρηγόρης Αυξεντίου (1928-1957). Κάθε χρόνο τέτοια μέρα όταν ο νεομάρτυρας* Γρηγόρης Αυξεντίου πλησιάζει τον λειτουργό ιερέα στο καθολικό της μονής της Παναγίας του Μαχαιρά, για να λάβει την μερίδα την οποία του βγάζει όταν προσκομίζει, μαζί με την ουράνια κατάνυξη που τον διακατέχει, έχει κ...
Θεοφάνεια. Κάθοδος Αγίου Πνεύματος 6 Ιανουαρίου 2024 Η χρονική «στιγμή» της θεοφάνειας Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος τοποθετούν «χρονικά» την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την έξοδο του Ιησού από τα νερά του Ιορδάνη και σε άμεση σχέση με τη βάπτιση. Ο Λουκάς διαφοροποιείται κάπως στο σημείο αυτό και τοποθετεί το «ανεωχθήναι τον ουρανόν και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον... επ’ αυτόν» (Λ...