Page 3 - karakostas-stayros
P. 3

σχετίζεται με τα καρφιά που αναφέρονται στο ποίημα. Σημειώνει λοιπόν, πως τα

               χέρια  του  Χριστού  τρυπήθηκαν  για  να  αφεθούν  οι  αμαρτίες  που  διέπραξε  ο

               άνθρωπος με τα δικά του χέρια, τα πόδια του Χριστού δέχτηκαν του ήλους, γιατί

               ο άνθρωπος με τα δικά του πόδια βάδιζε προς την αμαρτία και η λόγχη που

               τρύπησε την πλευρά Του, έφτασε μέχρι την καρδιά Του, γιατί από την καρδιά

               των ανθρώπων πηγάζουν όλοι οι πονηροί διαλογισμοί (Ματθ. ΙΕ’, 19).




               Οι καταφρονεμένοι μ' αγκαλιάσανε

               και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·

               οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν

               γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.






               Μετά από αυτά, όταν ο άνθρωπος εκείνος είδε, γνώρισε και ενώθηκε με τον Θεό,

               έγινε Απόστολός Του και ξεκίνησε να  κηρύττει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας.

               Κατά την διάρκεια του κηρύγματος, παρατηρεί πως τα καταφρονεμένα άτομα

               του κόσμου, οι φτωχοί και αδύναμοι είναι εκείνοι που δέχτηκαν το μήνυμα του

               Ευαγγελίου. Τους ονομάζει «Θαβώρ», το όρος που μεταμορφώθηκε ο Κύριος,

               διότι  όσοι  πίστεψαν  σε  Αυτόν,  έλαμψαν  από  την  Χάρη  Του,  και  από

               καταπεσμένοι  που  ήταν,  ένεκα  της  αμαρτίας  και  αυτοί,  αλλά  και  της

               καταφρόνησης  του  κόσμου,  υψώθηκαν  και  γιγαντώθηκαν  πνευματικά.

               Αντιθέτως,  οι  δυνατοί  όχι  απλώς  δεν  δέχτηκαν  τον  Χριστιανισμό,  αλλά  τον

               εκδίωξαν,  με  πρώτους  τους  Εβραίους  και  κατόπιν  τους  κοσμοκράτορες  τότε

               Ρωμαίους.  Η  αναφορά  αυτή  μας  παραπέμπει  στον  λόγο  του  ο  Αποστόλου

               Παύλου πως «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ,

               καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ

               τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα


                                                            2
   1   2   3   4   5   6   7   8